ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, συζητάμε μία πρόταση νόμου που προέρχεται από Βουλευτές της αντιπολίτευσης και επομένως το πρώτο θέμα είναι να ξαναθέσουμε το ερώτημα κατά πόσο η πρωτοβουλία αυτή ισχύει ή δεν ισχύει. Διότι εδώ κάνουμε μία γενική συζήτηση. Ακούγονται ενδιαφέρουσες ιδέες. Αλλά το θέμα είναι αν μπορεί η Βουλή –εφόσον το θέλει βεβαίως- να ψηφίσει ή να μην ψηφίσει νόμο.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΡΕΤΤΟΣ: Δεν μπορεί. Να μην κοροϊδευόμαστε.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Δεν μπορεί. Και αυτό πρέπει να το αλλάξουμε. Δεν μπορεί να μείνει έτσι. Καλύτερα να μην έρχονται προτάσεις και να οργανώνουμε μία δημόσια συζήτηση για θέματα, να λέει ο καθένας τις απόψεις του. Αλλά αυτό που κάνουμε εδώ υποβαθμίζει το Κοινοβούλιο.
Βεβαίως, εμείς θεωρούμε ότι πρέπει να υπάρχει αυτή η δυνατότητα σε Βουλευτές γενικά, όχι μόνο της αντιπολίτευσης, να καταθέτουν προτάσεις νόμου και εφόσον οι προτάσεις προκαλούν τη συμφωνία μιας πλειοψηφίας της Βουλής, να προχωρούν σε ψήφιση.
Ακόμη πολλοί προτείνουν, και σωστά, ότι πρέπει να υπάρξει και δυνατότητα νομοθετικής πρωτοβουλίας στους πολίτες. Ένας αριθμός πολιτών, πενήντα χιλιάδες ή κάποιο άλλο νούμερο, με τη διαμεσολάβηση κάποιων Βουλευτών να μπορούν να φέρουν εδώ προτάσεις νόμου. Διαφορετικά, συνεχίζεται μία διαδικασία αφυδάτωσης όχι μόνο της κοινοβουλευτικής διαδικασίας αλλά και της ίδιας της δημοκρατίας.
Εγώ εδώ μιλάω σαν να πρόκειται να συζητήσουμε μία πρόταση για να ψηφιστεί. Και επειδή είμαι τελευταίος από τους εισηγητές, δεν μπορώ να μην καταθέσω το ερώτημα που μου γεννήθηκε.
Πρώτον, είναι αναγκαίος ένας νόμος για τις φθίνουσες περιοχές; Σ αυτό πρέπει να απαντήσουμε με σαφήνεια, ανεξάρτητα από τις γενικότερες απόψεις μας. Η δική μας άποψη είναι «ναι», χρειαζόταν και χρειάζεται ένας νόμος που να προβλέπει ειδικά προγράμματα και μέτρα για τις φθίνουσες περιοχές. Και είναι λάθος που το ΠΑ.ΣΟ.Κ., τόσα χρόνια στην κυβέρνηση, δεν ψήφισε έναν τέτοιο νόμο, που να μπορούμε σήμερα να μετρήσουμε αποτελέσματα και ενδεχομένως να κάνουμε βελτιώσεις.
Με αυτή την έννοια, λοιπόν, εμείς ψηφίζουμε επί της αρχής «ναι».
Δεύτερον, δεν κατάλαβα τη στάση της Νέας Δημοκρατίας. Συμφωνεί με το πρόβλημα, συμφωνεί με την ανάγκη, απορρίπτει αυτή την πρόταση διότι έχει ερωτήματα και διαφωνίες και θα περιμένει, αν κατάλαβα καλά, το πρόγραμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Δηλαδή η ίδια η κυβέρνηση θα κάνει κάτι; Η ίδια η κυβέρνηση θα πάρει την πρωτοβουλία να φέρει ένα νόμο καλύτερο απʼ αυτόν που να απαντάει στο πρόβλημα; Σʼ αυτό θα πρέπει να απαντήσει ο εισηγητής ή ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της πλειοψηφίας κατά τη δευτερολογία του. Διότι κριτική προς το περιεχόμενο του νόμου θα κάνουμε και εμείς. Αλλά το θέμα είναι: θα έρθει κάτι έστω από την κυβέρνηση; Και βέβαια το ίδιο ισχύει και για τους συναδέλφους του Κ.Κ.Ε.: Απορρίπτουμε αυτό το νόμο, αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει πρόβλημα. Και μάλιστα εγώ θα συμφωνήσω ότι το πρόβλημα δεν είναι απλώς να διαχειριστούμε τις συνέπειες ενός μοντέλου ανάπτυξης που οδηγεί και παράγει τέτοιες κρίσεις, αλλά να αντιμετωπίσουμε και τις αιτίες του. Άρα, και οι συνέπειες και η άμεση ανακούφιση των θυμάτων αυτών των κρίσεων οπωσδήποτε μας ενδιαφέρουν. Αρκεί η πρόωρη συνταξιοδότηση όλων; Και μπορεί κανείς να συζητάει το ένα πρόβλημα, αγνοώντας το άλλο, είτε λέγεται κοινωνική ασφάλιση είτε όχι;
Απʼ αυτή την άποψη, εμείς θεωρούμε, όπως είπα, ότι υπάρχει χώρος για να οργανωθούν κάποιες δραστηριότητες που να δημιουργούν απασχόληση, ή να προετοιμάζουν τον κόσμο για νέες απασχολήσεις αν ένας κλάδος, όχι απλώς φθίνει, αλλά δεν έχει μέλλον.
Όπως είπα και στην επιτροπή, κακώς η πρόταση νόμου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. περιορίζει το θέμα στη βιομηχανική κρίση. Μπορεί να είναι τουριστική κρίση, μπορεί να είναι αγροτική κρίση, μπορεί να είναι αποτέλεσμα φυσικών καταστροφών. Υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι για τους οποίους μία περιοχή μπορεί να βρεθεί σε μία δεινή θέση και να απαιτεί κινητοποίηση δυνάμεων, ειδικά μέτρα και οικονομικούς πόρους για να μπορεί να ανταπεξέλθει. Η Νέα Ορλεάνη δεν είχε καμία βιομηχανική κρίση, αλλά ένας τυφώνας διέλυσε τα πάντα. Επομένως, εφόσον, ούτως ή άλλως, το θέμα θα παραμείνει ανοικτό, θα πρέπει είτε η κυβέρνηση είτε η αντιπολίτευση ή, εν πάση περιπτώσει, όποιος αναλάβει την πρωτοβουλία μιας νέας επανατοποθέτησης του θέματος να διευρυνθεί το πεδίο δράσης του όποιου νόμου.
Το τρίτο είναι –και είναι το πιο αρνητικό κατά την άποψή μας- ότι η πρόταση νόμου διαπνέεται από την εξής λογική: μία περιοχή είναι σε κρίση και δεν αναζητούνται οι ενδογενείς δυνάμεις αυτής της περιοχής, από τις οποίες θα προέλθει η ανάπτυξη. Δηλαδή, η έμφαση δε δίνεται σε μία ενδογενή ανάπτυξη, αλλά δίνεται στο πώς οι φορείς της περιοχής, η νομαρχία και η αυτοδιοίκηση, θα διευκολύνουν την προσέλκυση επενδύσεων. Και αυτό δεν είναι απλώς λάθος, εδώ υπάρχει και μία γκρίζα διάσταση που μπορεί να εξελιχθεί σε επικίνδυνη. Δηλαδή, επειδή ο Νομός Ηρακλείου έχει κρίση, ας κάνουμε σκόντο σε περιβαλλοντολογικούς όρους, σε αναγκαία μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος, σε κανονισμούς που πρέπει να τηρηθούν σε ό,τι αφορά εργασιακά ή άλλα δικαιώματα.
Θέλω να πιστεύω ότι δεν είναι αυτή η πρόταση του συντάκτη της έκθεσης, αλλά η ανάγνωσή της αφήνει αυτό το ενδεχόμενο. Αυτό κάνει άλλωστε και η Νέα Δημοκρατία σε εθνικό επίπεδο. Επειδή θέλουμε ξένες επενδύσεις, ελάτε, μπείτε, πάρτε ό,τι θέλετε και σε καλή τιμή. Δεν μπορεί λοιπόν η αναπαραγωγή αυτού του μοντέλου σε τοπικό επίπεδο να δώσει απάντηση.
Το τρίτο βεβαίως ερώτημα που έθεσε και ο εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας είναι οι πόροι. Από πού θα βρεθούν οι πόροι; Όποτε η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας –και όλες οι κυβερνήσεις, αλλά μιλάμε για τη συγκεκριμένη Κυβέρνηση- φέρνει ένα σχέδιο νόμου που προβλέπει είτε κίνητρα σε επιχειρήσεις είτε φοροαπαλλαγές σε κάποιες προνομιούχες ομάδες, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους λέει ότι οι δαπάνες θα καλυφθούν από τον τακτικό Προϋπολογισμό. Γιατί, εδώ ειδικά, πρέπει να ορίσουμε την ειδική πηγή των πόρων; Αυτό δεν δείχνει μία προκατάληψη αυτής της Κυβέρνησης ότι όταν πρόκειται για παροχές προς τους ισχυρούς -και αυτή η Βουλή έχει ψηφίσει δυστυχώς πάρα πολλά μέτρα χαριστικού χαρακτήρα- τότε βρίσκουμε πόρους ή εν πάση περιπτώσει θα βρούμε τους πόρους; Όταν πρόκειται για μέτρα κοινωνικής προστασίας, εκεί δυσκολεύουν τα πράγματα.
Εμείς συμφωνούμε ότι το θέμα των πόρων είναι σημαντικό, αλλά αυτή η Κυβέρνηση πρέπει κάποτε να αναμετρηθεί και με τα πραγματικά προβλήματα της τεράστιας φοροαποφυγής και της τεράστιας φοροδιαφυγής. Θα τα πούμε και από βδομάδα που θα έχουμε το φορολογικό νομοσχέδιο.
Επομένως κι εμείς έχουμε σοβαρές ενστάσεις επί των συγκεκριμένων ρυθμίσεων, αλλά παρʼ όλα αυτά λαμβάνοντας υπόψη μας την αγωνία των ανθρώπων που αφορούν τα θέματα που συζητούμε, λέμε «ωραία, ας έλθει μία πρόταση, θα τη συζητήσουμε» και στην Επιτροπή να γίνουν προτάσεις, να έλθουν τροπολογίες για να προκύψει κάτι θετικό διότι εδώ το θέμα δεν είναι ακαδημαϊκό, δηλαδή δεν είναι γενικά η παγκοσμιοποίηση, γενικά η ανάπτυξη. Εδώ το θέμα μας είναι ότι στη Νάουσα έκλεισαν κάποια εργοστάσια και ολόκληρη η περιοχή μπήκε σε μία διαδικασία καθίζησης. Λέμε ότι στη Θεσσαλονίκη ένα εργοστάσιο επηρεάζει την τύχη εκατοντάδων νοικοκυριών και μιλάμε για μία δυναμική που σήμερα εμφανίζεται εδώ, αύριο εμφανίζεται εκεί και δεν μπορεί αυτό το πρόβλημα να το αντιμετωπίζουμε αθωράκιστοι.
Θα κάνω ορισμένα σχόλια στα γενικότερα θέματα που τέθηκαν. Ο κ. Βρεττός με την ομιλία του ανέδειξε μερικά πολύ ενδιαφέροντα ερωτήματα και είναι ενδιαφέροντα διότι πράγματι σήμερα σε ό,τι αφορά αυτό που λέγεται παγκοσμιοποίηση δεν ζούμε τη φάση των προσδοκιών ή των αποριών, δηλαδή δεν ζούμε σήμερα τη φάση ή το ερώτημα «για να δούμε τι είναι αυτή η παγκοσμιοποίηση, για να δούμε τι θα συμβεί, για να δούμε μήπως είναι καλό πράγμα ή ολίγον καλό και ολίγον κακό». Εδώ βρισκόμαστε στη φάση του απολογισμού και ο απολογισμός είναι ότι αυτό που ονομάζεται παγκοσμιοποίηση –θα εξηγήσω γιατί το λέω αυτό- οδηγεί την παγκόσμια οικονομία σε τεράστιες ανισότητες, σε τεράστιες αντιθέσεις που απειλούν ακόμα και την παγκόσμια ασφάλεια και την παγκόσμια ειρήνη. Αυτό είναι το συμπέρασμα. Δεν είναι απλώς ότι έχασαν κάποιοι και κέρδισαν κάποιοι άλλοι. Εδώ μιλάμε για μία κατάσταση ζούγκλας με τεράστια κεφάλαια να «μετακομίζουν», να «μεταναστεύουν» με την ταχύτητα και τη δύναμη του ηλεκτρισμού και αυτό να επιφέρει ανατροπές και γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Όπως σωστά είπε και ο κ. Βρεττός, ακόμα και κεντρικοί τραπεζίτες και παράγοντες του κατεστημένου αρχίζουν και θέτουν το ερώτημα μήπως αυτό εγκυμονεί τελικά τεράστιους κινδύνους.
Το νέο που ζούμε δεν είναι απλώς η παγκοσμιοποίηση. Δηλαδή παλιά δεν είχαμε παγκοσμιοποίηση;
Η αποικιοκρατία δεν ήταν παγκοσμιοποίηση; Η εξαγωγή κεφαλαίου στα τέλη του περασμένου αιώνα δεν ήταν παγκοσμιοποίηση; Η παγκόσμια αγορά δεν υπήρχε από τότε; Το καινούριο που ζούμε σήμερα είναι η προσπάθεια αποδέσμευσης της ανάπτυξης από κοινωνικές δεσμεύσεις και κοινωνικούς στόχους. Και ακριβώς γιʼ αυτό παράγονται αυτά τα προβλήματα. Και το καινούριο επίσης που έχουμε σήμερα είναι ότι όλη αυτή η διαδικασία διευθύνεται, κατευθύνεται από παγκόσμιους ιδιωτικούς πολυεθνικούς ομίλους. Εδώ το δικό μας ελληνικό χρηματιστήριο, το ξέρετε ότι το ελέγχουν 7 τράπεζες; Επτά τράπεζες ελέγχουν το 60% του ελληνικού χρηματιστηρίου. Ανά πάσα στιγμή μπορούν αυτές οι τράπεζες, ή και κάποιες απʼ αυτές, να εκβιάσουν, να πιέσουν, να δημιουργήσουν μια τεράστια αναστάτωση.
Και ενώ συμφωνώ με το ερώτημα όπως το έθεσε ο κ. Βρεττός, λέω ότι εμείς ως Αριστερά και όσοι αισθάνονται ότι ανήκουν στην Αριστερά θα πρέπει να δούμε πώς θα αντιμετωπίσουμε και τις αιτίες όχι μόνο τις συνέπειες αυτού του φαινομένου. Δηλαδή, δεν μπορούμε να αποδεχθούμε ως αιώνια κατάσταση, ως φυσικό φαινόμενο αυτή την παγκοσμιοποίηση και να δούμε απλώς πως θα συμμαζεύουμε τα απονέρια. Αλλά μπορούμε να οραματιστούμε ένα άλλο κόσμο, μια άλλη παγκοσμιοποίηση -για να χρησιμοποιήσω τον όρο- της αλληλεγγύης, του δίκαιου εμπορίου, της συνεργασίας.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΪΣΕΡΛΗΣ: Υπάρχει δίκαιο εμπόριο;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Ναι. Αυτή είναι η αντίθεση. Το ελεύθερο εμπόριο είναι άδικο από τη φύση του. Αλλά το διεθνές εμπόριο είναι καλό πράγμα. Πρέπει να δούμε με ποιους όρους το εμπόριο αυτό θα είναι δίκαιο. Δεν θα συνθλίβει τις αναπτυξιακές δυνατότητες κάποιων χωρών προς όφελος άλλων. Δεν θα ξεριζώνει τους αναπτυξιακούς πόρους μιας χώρας από κάποιες πολιτικές. Εν πάση περιπτώσει, αυτά είναι γενικότερα θέματα που θα μπορούσαμε να τα συζητάμε με τις ώρες. Απλώς εγώ έκανα κάποιο σχολιασμό γιατί αναφέρθηκαν. Και σωστά αναφέρθηκαν.
Απλώς θέλω να πω ότι σε ό,τι αφορά τόσο στην παγκόσμια ανάπτυξη όσο και στην χώρα μας το ερώτημα που πρέπει να απασχολήσει είναι όχι μόνο πώς θα αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες και τις εκδηλώσεις ποικίλων προβλημάτων, αλλά πώς θα δούμε και τις αιτίες αυτών των προβλημάτων και εγώ νομίζω ότι ωριμάζουν οι όροι –όχι μόνο η ανάγκη- και διεθνώς και στην Ευρώπη και στην χώρα μας για ένα νέο σχέδιο, για ένα νέο τρόπο ανάπτυξης, που θα είναι εναλλακτικός αλλά και ανταγωνιστικός προς αυτά τα νεοφιλελεύθερα δόγματα της εποχής μας.
Ευχαριστώ.