Η διαπραγμάτευση για εμάς σημαίνει συγκεκριμένο
σχέδιο, διεθνείς συμμαχίες και ισχυρή βούληση για την προώθηση μιας σαφούς
εναλλακτικής πολιτικής. Η μέχρι στιγμής «διαπραγμάτευση» καταδεικνύει ακριβώς ότι
τίποτε από όλα αυτά δεν διαθέτει η παρούσα κυβέρνηση. Ο μόνος τομέας όπου
επιδεικνύεται σπουδή είναι η άμεση έναρξη των ιδιωτικοποιήσεων, ως τακτική
«καλού μαθητή» που θεωρεί ότι αν κάνει ό,τι του έχει ζητηθεί, ίσως επιβραβευθεί
με μια νέα διευθέτηση του χρέους. Βρισκόμαστε ξανά στην αρχή του δράματος: η
λογική της κυβέρνησης Σαμαρά θυμίζει έντονα τη λογική της κυβέρνησης
Παπανδρέου.
Η δική μας εκτίμηση είναι ότι εφόσον
δεν αλλάζουν δομικά στοιχεία της πολιτικής που ακολουθείται, τότε θα συνεχίσει
η πτωτική πορεία της οικονομίας, η διόγκωση της ύφεσης, η επέκταση της
φτώχειας. Συνεπώς, πολιτική αστάθεια και κυβερνητικές κρίσεις θα συνεχίσουν να
χαρακτηρίζουν την πολιτική μας ζωή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να ασκήσει μια
παλαιοκομματικού τύπου αξιωματική αντιπολίτευση, ακολουθώντας το «παραδοσιακό»
πρότυπο όπου ο ρόλος της αντιπολίτευσης εξαντλείται στο διαρκές αίτημα για
πρόωρες εκλογές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν επιφυλασσόμαστε να ασκήσουμε το
σχετικό μας δικαίωμα, εφόσον η κυβερνητική πολιτική θα βρίσκεται σε δυσαρμονία
με τη βούληση του ελληνικού λαού.
Προφανώς!
Άλλωστε, ένα κόμμα είναι ζωντανός οργανισμός και όχι στατική δομή, επομένως είναι
εύλογο να επανεξετάζει τις προγραμματικές του θέσεις όταν αλλάζουν οι συνθήκες
στην κοινωνία και στον κόσμο. Το όποιο νέο πρόγραμμα προκύψει θα πρέπει να
συναρθρωθεί γύρω από την «καρδιά» του πολιτικού μας σχεδίου, γύρω από ένα
τολμηρό πρόγραμμα ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων και μετασχηματισμών στο κράτος,
στο πολιτικό σύστημα, στην οικονομία.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε
νικηφόρα. Βεβαίως, όπως ήρθαν τα πράγματα, θα μπορούσε να έχει αναδειχθεί και
πρώτη δύναμη. Αυτό σημαίνει ότι αποτελεί τη μοναδική πολιτική δύναμη που
διαθέτει δυναμική και επαρκείς «εφεδρείες» προκειμένου να αυξήσει ακόμη
περισσότερο τη δύναμή του. Και αυτός θα είναι ο στόχος του περαιτέρω σχεδιασμού
μας. Στο πλαίσιο αυτό θα αξιολογήσουμε και την προεκλογική μας δουλειά.
Οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν το τρίτο
στάδιο της καταστροφικής διαχείρισης της κρίσης. Το πρώτο στάδιο ήταν το ίδιο
το μνημόνιο και η πολιτική της ύφεσης, της άδικης προσαρμογής και της αποδιάρθρωσης
του κοινωνικού ιστού. Στο δεύτερο στάδιο, το PSI επέφερε ραγδαία καταστροφή
συσσωρευμένου πλούτου (ασφαλιστικά ταμεία και τράπεζες). Και τώρα, το τρίτο
στάδιο είναι η εκποίηση του δημόσιου πλούτου της χώρας σε τιμές σαφώς
υποτιμημένες σε σχέση με την πραγματική αξία. Η εκποίηση του δημόσιου πλούτου
με ταμειακά κριτήρια, όμως, καθιστά τη χώρα περισσότερο ευάλωτη στον κίνδυνο
της χρεοκοπίας, καθώς δεν μειώνει ουσιωδώς το χρέος, που είναι και το βασικό
πρόβλημα, αλλά τα περιουσιακά της στοιχεία. Σε αυτή την επιλογή, εμείς
αντιπαραθέτουμε μια πολιτική αξιοποίησης του δημόσιου πλούτου, με νέα εργαλεία
όπως αναπτυξιακές κοινοπραξίες με συμμετοχή του δημοσίου όσο και ιδιωτικών
φορέων του εσωτερικού και του εξωτερικού, με στόχο τη μεγιστοποίηση των
κοινωνικών και ανατυξιακών αποτελεσμάτων καθώς και της οικονομικής θέσης του
ελληνικού δημοσίου.
Αποτελεί πλέον σήμερα κοινή παραδοχή
σε ολόκληρο τον κόσμο, οικονομολόγους διεθνούς κύρους, διεθνείς οργανισμούς,
ακόμη και στο ίδιο το ΔΝΤ, ότι η ακολουθούμενη πολιτική της εσωτερικής
υποτίμησης είναι κοινωνικά άδικη, οικονομικά αναποτελεσματική και καταστροφική.
Η επιμήκυνση του μνημονίου θα ισοδυναμεί με επιμήκυνση αυτής ακριβώς της
πολιτικής, συνεπώς δεν αποτελεί λύση αλλά διαιωνίζει το πρόβλημα. Η θέση μας
είναι ότι η πολιτική αυτή πρέπει όχι να ανασταλεί αλλά να ανατραπεί οριστικά, στην
Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρώπη, και να αντικατασταθεί με ένα σχέδιο
ανόρθωσης της κοινωνίας, ανασυγκρότησης της οικονομίας και δημοσιονομικής
προσαρμογής με σχέδιο και με κοινωνική δικαιοσύνη. Στο σημείο που έχει φτάσει η
χώρα με τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν τα τελευταία χρόνια, δεν αρκεί να
εγκαταλειφθεί το μνημόνιο. Χρειάζεται να επαναδιαπραγματευθούμε και να
επανασχεδιάσουμε τα πάντα.
Ναι, είναι δέσμευσή μας. Άλλωστε, συγκεκριμένες
προτάσεις ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθετε και όταν είχε 5% και ήταν ελλάσων αντιπολίτευση.
Αρκεί να σας θυμίσω ενδεικτικά την πρόταση νόμου για το ελάχιστο εγγυημένο
εισόδημα που είχαμε καταθέσει το 2005, όντας μια μικρή κοινοβουλευτική ομάδα,
πρόταση που εάν είχε υιοθετηθεί θα αποτελούσε σήμερα δίκτυ προστασίας ενάντια
στις σκληρές κοινωνικές συνέπειες της κρίσης.
Το όνομα, ο ριζοσπαστισμός, η
ικανότητα σύνθεσης διαφορετικών εμπειριών και παραδόσεων, αλλά και η θέληση για
τολμηρές υπερβάσεις, αποτελούν ισχυρά εφόδια για τον νέο ενιαίο φορέα, που
πρέπει να δημιουργήσουμε. Τον νέο ΣΥΡΙΖΑ τον φαντάζομαι ως ένα μεγάλο και
δημοκρατικό φορέα της Αριστεράς, πλουραλιστικό αλλά και πολιτικά συμπαγή, που
θα φιλοδοξεί να συμβάλει στη διαμόρφωση, και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, ενός
νέου πολιτικού και ιδεολογικού ρεύματος, πέρα από τα πρότυπα του υπαρκτού
σοσιαλισμού και της σοσιαλδημοκρατίας που ανέδειξε ο 20ος αιώνας, μιας
Αριστεράς του 21ου αιώνα.