Συντρόφισσες και σύντροφοι
Δεν έχω σκοπό στη σύντομη ομιλία μου να σας κάνω μάθημα. Δεν είμαι στο κάτω-κάτω ο κατάλληλος άνθρωπος γι’ αυτό. Τα περισσότερα λάθη άλλωστε, μαζί τα κάναμε.Και ξεκαθαρίζω, όπως είπε ο Νίτσε: «τα λάθη είναι δικά μου. Είναι κομμάτι τ μου. Κανείς δεν θα μου τα πάρει!».
Δεν μπορούμε όμως να μην ξεκινάμε κάθε προβληματισμό μας από την πραγματικότητα μέσα στην οποία είμαστε υποχρεωμένοι να δρούμε για να την αλλάξουμε.
Δεν κομίζω λοιπόν γλαύκα στην Αθήνα επαναλαμβάνοντας τη διαπίστωση ότι ο κόσμος αλλάζει σήμερα ραγδαία. Και όχι προς την κατεύθυνση της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης.
Ο καπιταλισμός που αμφισβητούμε γίνεται πιο επιθετικός, πιο κυνικός, πιο επικίνδυνος.
Και το φαιό κύμα της άκρας Δεξιάς αγκαλιάζει την Αμερική του Τραμπ, αλλά και την Ευρώπη της πολιτικής δειλίας.
Μέσα στη δυσοίωνη αυτή πραγματικότητα πλέει χωρίς ουσιαστική αντιπολίτευση και αντίσταση η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η κυβέρνηση της ολιγαρχίας, της αριστοκρατίας, της εξουθένωσης των πολλών εν ονόματι της παντοκρατορίας των λίγων. Με τον κυνισμό, το ψέμα, την εξαπάτηση, αλλά και τον αυταρχισμό να υπογράφουν την πολιτική και κοινωνική της ταυτότητα.
Ο κόσμος με δυο λόγια αλλάζει προς το χειρότερο – το πολύ χειρότερο.
Η Ελλάδα αλλάζει επίσης προς το χειρότερο – το πολύ χειρότερο.
Η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία βρίσκεται παγιδευμένη στην αποστροφή της πολιτικής, την ιδιώτευση του «τίποτα δε γίνεται» που αποτελεί το καλύτερο στήριγμα του καθεστώτος.
Κι εμείς, η Αριστερά που κατάφερε πριν λίγα χρόνια με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα να μετουσιώσει την ελπίδα σε πολιτική και κυβερνητική πράξη βρίσκεται στη χειρότερη στιγμή της διαδρομής της.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η συγκλονιστική κινητοποίηση των 2 εκ. συμπολιτών μας έγινε στην ίδια στιγμή που τα ποσοστά του συνόλου της αντιπολίτευσης είναι σε φάση απισχνανσης.
Τι να κάνουμε λοιπόν;
Τι πρέπει να κάνουμε;
Ορισμένοι σύντροφοι, καταφεύγουν στην αισιοδοξία της βούλησης. Από την οποία, κατά τη γνώμη μου, διατρέχεται και η εισήγηση, αλλά και πολλές από τις παρεμβάσεις.
Σωστό είναι αυτό. Δεν ταιριάζει στην Αριστερά το πένθος και η απαισιοδοξία. Σ’ αυτά δεν παραδόθηκε ούτε τις πιο μαύρες εποχές.
Η κοινωνική και πολιτική αισιοδοξία είναι η ψυχή μας.
Δεν αρκεί όμως η αισιοδοξία της βούλησης.
Σ’ αυτό πιστεύω θα συμφωνήσουμε όλοι.
Οφείλουμε αυτή την αισιοδοξία να τη συνδέσουμε με ό,τι ο Γκράμσι, ή ο Ρομέν Ρολάν εν πάση περιπτώσει -μη σταθούμε σ’ αυτό- ονόμασε απαισιοδοξία της νόησης.
Της σκέψης.
Με τη θαρραλέα ανάγνωση της πραγματικότητας, χωρίς ιδεοληψίες, προκαταλήψεις, αυταπάτες και βέβαια χωρίς ταπείνωση της αλήθειας σε μικροκομματικές σκοπιμότητες και κινήσεις.
Είδαμε πού οδηγηθήκαμε μετά το καλοκαίρι του 2023, όταν κινηθήκαμε σ’ αυτές τις συντεταγμένες.
Και επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό να θέσω ορισμένα ερωτήματα, που απασχολούν τόσο εμένα, όσο φαντάζομαι και άλλα μέλη του κόμματος. Και για τα οποία δεν άκουσα καμιά απάντηση, ούτε καν νύξη, από την εισήγηση του προέδρου μας. Αλλά και από μια σειρά ομιλίες και δημόσιες τοποθετήσεις στελεχών μας.
Πώς και γιατί επιτρέψαμε να παρασυρθεί ένα κόμμα, όπως το δικό μας, στο βάλτο της γελοιοποίησης;
Γιατί, μετά από ένα εύλογο διάστημα, που είδαμε με τι έχουμε να κάνουμε, επιλέξαμε τη βολική σιωπή, ή ακόμα χειρότερα τη στήριξη;
Πώς μια πλειάδα στελεχών μας, που και σήμερα έχουν κεντρικό ρόλο στο κόμμα, εξουδετέρωσαν με το χειρότερο θα έλεγα τρόπο την πρόταση του ιστορικού μας προέδρου στο προηγούμενο τακτικό συνέδριο, που έβαζε το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων και ζητούσε εκλογές για να αποφύγει ο ΣΥΡΙΖΑ τη διάλυση που έπρεπε να δούμε ότι επέρχεται; Και θα ήταν μια καθαρή λύση;
Πώς και γιατί τα ίδια στελέχη στάθηκαν απέναντί σε συντρόφισσες και συντρόφους, που τόλμησαν να συμφωνήσουν με την πρόταση Τσίπρα; Που ανέχτηκαν και χειροκροτούσαν όταν μας έδειχναν με το δάχτυλο, σε μια από τις μαύρες σελίδες της ιστορίας του χώρου μας?
Και για να είμαι απόλυτος ώστε να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις μεταξύ μας καθώς δεν έχουμε αυτή την πολυτέλεια: Το θέμα δεν είναι να μαστιγώσουμε, ή να στενοχωρήσουμε κάποιους. Άλλωστε πολλά από αυτά αφορούν κι εμένα τον ίδιο ακόμα κι αν εγκαίρως παραιτήθηκα. Το θέμα είναι ότι, αν δεν διαβάσουμε θαρραλέα τα λάθη του χτες, τότε ετοιμάζουμε τα λάθη του σήμερα και του αύριο.
Ας επανέλθω όμως στο σήμερα.
Σε μια Ελλάδα που αλλάζει προς το χειρότερο, εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να αλλάξουμε προς το καλύτερο.
Σε μια Ελλάδα στην οποία η δημοκρατία και η δικαιοσύνη έχουν καταντήσει ανέκδοτο, εμείς πρέπει να πάψουμε να είμαστε αντικείμενο χλεύης και απαξίωσης.
Πρώτα και κυριότερα: Να βυθιστούμε, ή πιο σωστά να αναβαπτιστούμε, στα τέσσερα πέμπτα της κοινωνίας που χειμάζονται από τις πολιτικές της κυβέρνησης.
Να τραβήξουμε με τόλμη τη διαχωριστική γραμμή από το προνομιούχο ένα πέμπτο που με επιτελείο την κυβέρνηση της δεξιάς επιτίθεται σε όλα τα μέτωπα και λυμαίνεται όχι μόνο το δημόσιο χρήμα, αλλά και τα δημόσια αγαθά, όπως η Υγεία και η Παιδεία. Και τις συνειδήσεις με τη χειραγωγημένη ενημέρωση. Και το κράτος δικαίου, με την υποταγμένη κορυφή της Δικαιοσύνης.
Να στρέψουμε το ρεαλισμό μας σε ό, τι οι δυνάμεις του φιλελευθερισμού και της ασυδοσίας της αγοράς εμφανίζουν ως ανέφικτο. Ως αριστερά φληναφήματα, που είπε ο πολύς κύριος Σκέρτσος, σχολιάζοντας την πρόταση για φορολόγηση του μεγάλου πλούτου.
Να αναλύσουμε ξανά και έγκαιρα την νέα πραγματικότητα. Η Αριστερά δεν μπορεί να μείνει σιωπηλή μπροστά στον ψηφιακό και τεχνολογικό μετασχηματισμό που επιταχύνεται με την τεχνητή νοημοσύνη. Οι εφαρμογές της AI υπό το καθεστώς του ανεξέλεγκτου καπιταλισμού ήδη μετασχηματίζουν βίαια τις εργασιακές σχέσεις, επιτείνοντας την ανασφάλεια, τη μερική απασχόληση, την αντικατάσταση θέσεων εργασίας χωρίς κανάλια προστασίας. Για ακόμα μια φορά ο σωρευμένος πλούτος της οικονομικής ελίτ γιγαντώνεται εις βάρος των δυνάμεων της εργασίας. Η κοινωνική πλειοψηφία καλείται να πληρώσει το κόστος της «προόδου» ενώ οι τεχνολογικές ελίτ θεμελιώνουν μια αποδοτική δυστοπία, όπου τα υπερκέρδη βασίζονται στη διάλυση της εργατικής τάξης και την αποσάρθρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Απέναντι σε αυτό το μέλλον, η δική μας ευθύνη είναι να παλέψουμε για ένα καθεστώς εγγυήσεων, συλλογικής προστασίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Να βάλουμε τα δικαιώματα των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων πάνω από την αγοραία αποδοτικότητα και τον «ανταγωνισμό» των μηχανών.
Αρκεί όμως μόνο η κοινωνική κριτική; Όχι. Οφείλουμε να τραβήξουμε ευδιάκριτες διαχωριστικές γραμμές με την κυρίαρχη ιδεολογία του τεχνοκρατικού κυνισμού, του «ουδετερόφρονα» εκσυγχρονισμού και της αγοράς ως πανάκειας. Να μην παίζουμε διαρκώς στο γήπεδο του αντιπάλου, αλλά να επαναφέρουμε με θάρρος το δικό μας πολιτικό πλαίσιο: αυτό της κοινωνικής ισότητας, του δημοκρατικού σχεδιασμού, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Να μιλήσουμε ξανά για δημόσιο έλεγχο σε κρίσιμες υποδομές, για τεχνολογία στην υπηρεσία της κοινωνίας και όχι της κυριαρχίας των λίγων. Να μιλήσουμε για την κλιματική αλλαγή, τα ταξικά της χαρακτηριστικά και την ανάγκη προστασίας της κοιωνικής πλειοψηφίας σε μια δίκαιη και αναγκαία πράσινη μετάβαση. Μόνο έτσι μπορούμε να εμπνεύσουμε και να συγκροτήσουμε πλειοψηφικά ρεύματα ελπίδας και ανατροπής.
Ταυτόχρονα βέβαια, να υπερασπιστούμε με τόλμη και αποφασιστικότητα το κυβερνητικό μας χτες, γιατί χωρίς αυτό δεν μπορούμε να έχουμε πλειοψηφικό αύριο.
Ωραία όλα αυτά, θα πει με το δίκιο του κάποιος.
Να διαμορφώσουμε από την αρχή τη στρατηγική, τις θέσεις και την τακτική μας.
Αλλά με ποιο κόμμα;
Με τι κόμμα;
Σε ένα κόσμο σε μετάβαση και σε μια Ελλάδα στη μεσοβασιλεία, ανάμεσα στον ακραίο νεοφιλελευθερισμό και την εταιρειοκρατία, θεωρώ λογικό να παραδεχτούμε επιτέλους ότι είμαστε ως κόμμα και ως πολιτικός και κοινωνικός χώρος της Αριστεράς σε μετάβαση.
Σε μετάβαση, συντρόφισες και σύντροφοι.
Είναι ολοφάνερο ότι πολλά, αν όχι όλα, θα πρέπει να τα αλλάξουμε με απαρχή το συνέδριο αυτό.
Δεν αναφέρομαι σε επικοινωνιακές ασπιρίνες κατάργησης των τάσεων, ή σε βολικές διευκολύνσεις για κατάργηση των μελών του δίευρου.
Αναφέρομαι σε μια ολική αναγέννηση, που θα συμπεριλαμβάνει όλες τις κομματικές εκδοχές της Αριστεράς, σε ένα νέο όραμα, ένα νέο κίνημα, μια νέα, επιτρέψτε μου να πω, έφοδο στον ουρανό.
Πριν από το κόμμα -εργαλείο της όποιας στρατηγικής- έρχεται ο πολιτικός μας χώρος. Ζυμωμένος με αγώνες, αγωνίες, αίμα, νίκες αλλά και ήττες.
Και πριν από τον πολιτικό μας χώρο έρχεται ο κοινωνικός χώρος που θέλουμε να εκφράσουμε. Και μας έχει γυρίσει την πλάτη.
Προφανώς να επιμείνουμε σύντροφοι και να μην υποκύψουμε στις σειρήνες της απογοήτευσης και τις Κασσάνδρες της διάλυσης.
Να επιμείνουμε όμως με τη βεβαιότητα ότι είμαστε σε μετάβαση και μετεξέλιξη.
Ως χώρος, ως κομματικός σχηματισμός, αλλά και ως πρόσωπα αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς.
Να επιμείνουμε στον καθημερινό αγώνα που διαμορφώνει τα αυριανά πρότυπα.
Να αντισταθούμε με όλα τα μέσα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, αμφισβητώντας την παντοδυναμία της και διαμορφώνοντας κάθε μέρα όσο γίνεται πιο ευνοϊκούς συσχετισμούς.
Να επιμείνουμε ως ΣΥΡΙΖΑ που δεν παραδίνεται και δεν πετάει λευκή πετσέτα.
Και ως συλλογικότητα, ως συλλογικός διανοούμενος, όμως, που σκέφτεται, προβληματίζεται και τολμά να οραματίζεται μια μεγάλη, πολύχρωμη, πειθαρχημένη Αριστερά της εποχής μας. Ένα πολύχρωμο και πολύβουο ποτάμι, που δεν φοβάται και δεν δαιμονοποιεί την αντίθετη γνώμη.
Με το κατάλληλο για την εποχή μας κόμμα-εργαλείο της μεγάλης ανατροπής.
Που θα καταφέρει να συνενώσει, να εμπνεύσει και να νικήσει.
Κι αυτό είναι ένα ζητούμενο που δεν πρόκειται να μας χαριστεί.
Ούτε να προκύψει από σχέδια επί χάρτου.
Θα είναι το ώριμο τέκνο των καθημερινών μας αγώνων.
Παλεύουμε με δυο λόγια για το σήμερα. Το εδώ και τώρα. Γιατί χωρίς αυτό θα καταλήξουμε λέσχη συζητήσεων.
Αλλά προετοιμάζουμε το αύριο. Είμαστε ανοιχτοί σ’ αυτό. Γιατί αυτό που συνηθίσαμε, υπερασπιστήκαμε, ωριμάσαμε μαζί του και μας φαινόταν ή μας φαίνεται αιώνιο έχει ήδη αλλάξει.
Και οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε αυτή την αλλαγή.
Να συμβαδίσουμε μ’ αυτή και να της δώσουμε χώρο και σχήμα.
Αγαπητές συντρόφισσες και σύντροφοι
Ακριβώς με τις σκέψεις αυτές.
Χωρίς καμιά διάθεση απογοήτευσης και ιδιώτευσης.
Κι αφού ευχαριστήσω το κόμμα και όλους όσοι μου εμπιστεύτηκαν υπεύθυνες θέσεις τόσο στον ΣΥΡΙΖΑ όσο και στην κυβέρνηση Τσίπρα, σας ενημερώνω ότι δεν προτίθεμαι να είμαι υποψήφιος πάλι για την Κεντρική μας Επιτροπή.
Δεν ταιριάζει με όσα σας εξέθεσα η ανακύκλωση θέσεων, που την υπηρετούμε πιστά και με τις νέες καταστατικές αλλαγές.
Θα ήθελα να μου αναγνωρίσετε το δικαίωμα της μετάταξής μου στη θέση του απλού μέλους του κόμματος.
Με τη βεβαιότητα ότι θα είμαι παρών στα μέτωπα της πάλης.
Αλλά και στον προβληματισμό και την προσπάθεια για μια νέα αρχή.
Και όπως είχα ξαναπεί, πάλι από συνεδριακό βήμα, ας αφήσουμε επιτέλους τα λουλούδια να ανθίσουν.
Σας ευχαριστώ