ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Κυρία Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συζητούμε μία πρόταση νόμου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και απʼ αυτήν την άποψη ξεκινώ θέτοντας για μία ακόμα φορά το θέμα ότι οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που παίρνονται από τα Κόμματα της Αντιπολίτευσης και από τους Βουλευτές αντιμετωπίζονται άνισα από τον Κανονισμό της Βουλής.
Και αυτό είναι ένα θέμα το οποίο πρέπει να λύσουμε. Ή υπάρχει αυτό το δικαίωμα από το Σύνταγμα –και άρα πρέπει να βρεθεί τρόπος να ασκείται ολοκληρωμένα, να μπορεί δηλαδή να καταθέτει πρόταση νόμου ένα κόμμα της Αντιπολίτευσης και να έχει την αντιμετώπιση η οποία θα μπορούσε να την οδηγήσει ακόμα και στην ψήφισή της ή κρίνει η Κυβέρνηση, η Πλειοψηφία, ότι το δικαίωμα αυτό δεν χρειάζεται να υπάρχει.
Εμείς, ως Συνασπισμός παλαιότερα και ως ΣΥ.ΡΙΖ.Α. σήμερα, έχουμε καταθέσει επανειλημμένα προτάσεις νόμου. Αυτές οι προτάσεις, όπως και η σημερινή, γίνονται αφορμή για μία συζήτηση η οποία μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα, αλλά δεν οδηγείται σε τελικό αποτέλεσμα.
Το ελάχιστο που ζητούμε είναι σε προτάσεις νόμου που φέρνουν τα κόμματα της Αντιπολίτευσης -εάν κατά πλειοψηφία συμφωνούμε ότι το θέμα είναι υπαρκτό, αλλά η συγκεκριμένη πρόταση δεν υιοθετείται- η Κυβέρνηση να δεσμεύεται ότι σε τακτό χρόνο θα φέρνει πρόταση νόμου που να καλύπτει το θέμα.
Για παράδειγμα, εμείς είχαμε φέρει πρόταση νόμου για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και ενώ όλοι εδώ αναγνωρίσατε τότε ότι παρουσιάζει ενδιαφέρον το θέμα της φτώχειας και ότι θα ήταν καλό να υπάρχει ένας θεσμός, η συγκεκριμένη πρόταση νόμου απορρίφθηκε. Φέρτε κάτι εσείς. Εάν το είχατε θεσπίσει τότε, θα υπήρχε τώρα ένα μικρό ανάχωμα, χωρίς να λέω ότι θα λυνόταν το πρόβλημα.
Το ίδιο, λοιπόν, συμβαίνει και τώρα. Έχουμε μία συζήτηση περί διαγραμμάτων. Είναι δήθεν συζήτηση η συζήτηση που κάνουμε σήμερα. Δεν αποτελεί συζήτηση και το να εγκρίνουμε μία πρόταση νόμου αν είναι σωστή, να την τροποποιήσουμε αν διαφωνούμε, να την αλλάξουμε και να καταλήξουμε σε ένα αποτέλεσμα;
Παριστάνουμε εδώ ότι ενδιαφερόμαστε για τα προβλήματα των συναλλασσόμενων με τις τράπεζες και αγορεύουμε υπέρ των εργαζομένων που πιέζονται από την κρίση. Με συγχωρείτε πάρα πολύ, αλλά αυτό ο κόσμος το καταλαβαίνει και αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι ουσιαστικές αυτές οι συζητήσεις, διότι δεν οδηγούν στην αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων.
Βεβαίως, δε λέω ότι φταίει εκείνος που κάνει την πρόταση. Φταίει, όμως, και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. που ως κυβέρνηση μέχρι χθες είχε ευθύνη, αλλά και όλο το σύστημα που επιτρέπει να αναπαράγεται αυτή η κατάσταση, να μη μπορούμε δηλαδή να νομοθετήσουμε, όπως άλλωστε και το Σύνταγμα τυπικά τουλάχιστον προβλέπει.
Η δεύτερη επισήμανση που ήθελα να κάνω είναι η εξής: Πρόσφατα μας κοινοποιήθηκε το ενδιαφέρον της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών να ενημερώσει τη Βουλή για μία μελέτη που έκανε. Αυτή η ενημέρωση έγινε σε μία, βεβαίως, αντιπροσωπευτική διακομματική ομάδα από την Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων με την παρουσία και του ως πρότινος Προέδρου της Επιτροπής κ. Μπούρα.
Οι τραπεζίτες μας εξέθεσαν τις απόψεις τους για μια σειρά θεμάτων. Με αφορμή, λοιπόν, αυτό το γεγονός, θα ήθελα να διατυπώσω τη θέση μας από άποψη αρχής.
Πρώτον: θεωρούμε αυτονόητη τη δυνατότητα του κάθε κοινωνικού φορέα -είτε επιστημονικού είτε κλαδικού είτε επαγγελματικού- να ζητήσει να ενημερώσει τη Βουλή για θέματα ευρύτερου δημόσιου ενδιαφέροντος. Βεβαίως, είναι ευθύνη της Βουλής να εξασφαλίζει την πλουραλιστική, την πλήρη και αντικειμενική ενημέρωση του Σώματος και ιδιαίτερα σε θέματα επίδικα στα οποία υπεισέρχονται διαφορετικές απόψεις ή και συμφέροντα. Και αυτό ασφαλώς ισχύει και για το θέμα των τραπεζών. Οι τραπεζίτες ήρθαν να μας πουν ότι κατά τη γνώμη τους δεν υπάρχει υπερχρέωση, ότι κακώς ανησυχούμε και ανησυχεί ο κόσμος, ότι δεν κερδίζουν τόσα όσα νομίζουμε και ότι τα κέρδη τους επιστρέφουν στην κοινωνία, ότι δέχονται ανταγωνισμό και ότι θα ήθελαν να μειωθεί κι άλλο η φορολογία τους. Μας είπαν γενικώς τις απόψεις τους.
Εκείνο το οποίο θέτουμε εμείς είναι ότι η Βουλή θα πρέπει να εξασφαλίσει να ακουστούν και άλλες απόψεις. Δεν είναι ευθύνη του Βουλευτή να έχει την τεκμηριωμένη απάντηση σε όλα αυτά, αλλά είναι ευθύνη της Βουλής, όπως προτείναμε, να καλέσει και επιστημονικούς και επαγγελματικούς φορείς (π.χ. ΟΤΟΕ) οι οποίοι ενδεχομένως έχουν διαφορετικές απόψεις σʼ αυτά τα θέματα ή και σε άλλα.
Θεωρούμε θετικό που κατά τη συζήτηση και τα άλλα κόμματα, αλλά και ο Προεδρεύων κ. Μπούρας συμφώνησε να οργανωθούν τέτοιες συναντήσεις από τον Οκτώβριο.
Δεύτερον: Τέθηκε ένα γενικότερο θέμα, μήπως δηλαδή θα μπορούσε να υπάρξει ένας οργανωμένος διάλογος, μονιμότερος και όχι απλώς να ακούσουμε μια φορά την άποψη των τραπεζιτών.
Και το θέμα αυτό το βρίσκουμε ενδιαφέρον, υπό δύο όρους:
Πρώτον, ότι θα έχουμε και εμείς τη δυνατότητα να πούμε τις απόψεις μας, δηλαδή να κληθούν οι εκπρόσωποι των τραπεζών να ακούσουν τις απόψεις των Κομμάτων και μέσω, βεβαίως, των Κομμάτων τους προβληματισμούς, τις αγωνίες και τις απόψεις της κοινωνίας.
Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο θέμα. Και αυτό είναι ότι οι τράπεζες πρέπει να κάνουν διάλογο και να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις με τους εργαζόμενους. Διαφορετικά φοβούμαστε ότι θα δημιουργηθεί πολιτικό πρόβλημα, εάν η Ένωση Τραπεζών υπάρχει ως Ένωση μόνο σε κάποιες πτυχές και δεν υπάρχει σε άλλες. Διότι εμείς, όταν λέμε τράπεζες, δεν εννοούμε μόνο το κεφάλαιο. Το κεφάλαιο είναι αδρανές υλικό, εάν δεν υπάρξει η εργασία. Όταν λέμε τράπεζες, πρωτίστως εννοούμε το συλλογικό εργαζόμενο χάρη στον οποίο υπάρχουν οι τράπεζες. Αυτές, όπως είπα, είναι δύο εισαγωγικές παρατηρήσεις.
Όσον αφορά το γενικότερο θέμα, η εισηγήτριά μας συνάδελφος κυρία Αμμανατίδου εξέθεσε τις απόψεις του Κόμματός μας. Εγώ θα ήθελα να επιμείνω σε ένα σημείο που το τόνισα και στην Επιτροπή: Και με τις ασπιρίνες είμαστε. Δεν απορρίπτουμε τίποτα, εάν μπορεί να αμβλύνει κάποια πτυχή…
ΛΟΥΚΑ ΚΑΤΣΕΛΗ: Όχι δα ασπιρίνες!
ΗΛΙΑΣ ΚΑΡΑΝΙΚΑΣ: Δεν είναι ασπιρίνες!
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι του ΠΑ.ΣΟ.Κ., εμείς εκτιμούμε ότι αυτά που λέτε είναι ασπιρίνες. Είναι μάλιστα και κολακευτικός ο όρος «ασπιρίνη» ενόψει του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε. Αν εσείς νομίζετε ότι το πρόβλημα των τραπεζών στην εποχή μας δεν είναι στις διαστάσεις που το θέτουμε, με συγχωρείτε πάρα πολύ, αλλά έχουμε διαφορετική άποψη. Έχουμε εμείς διαφορετική άποψη.
Εμείς νομίζουμε ότι το πρόβλημα είναι πάρα πολύ σοβαρό. Θέλω να φύγω από το χώρο της ιατρικής, διότι θα πρέπει να θυμίσω πολύ αρνητικές καταστάσεις. Το πρόβλημα είναι σοβαρό και, επομένως, τουλάχιστον πρέπει να το αναγνωρίσουμε.
Πρώτον, συζητάμε όλοι μας το πρόβλημα των τραπεζών –και εμείς πολλές φορές- κυρίως από τη σκοπιά αυτών που συναλλάσσονται με τις τράπεζες. Συζητάμε τα προβλήματά τους, των δανειοληπτών κ.λπ. Όπως μας είπαν, όμως, οι τραπεζίτες, με τη μελέτη τους, το 50% του ελληνικού πληθυσμού δε δανείζεται από τις τράπεζες. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ένα μέρος του πληθυσμού δε δανείζεται, διότι δεν έχει ανάγκη. Και αφού δεν έχει ανάγκη, δεν αποτελεί θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος.
Υπάρχει, όμως, και ένα τμήμα του πληθυσμού που δεν δανείζεται, διότι δεν του επιτρέπουν να δανειστεί. Ξέρετε πολύ καλά ότι η τράπεζα δε δίνει πιστωτική κάρτα σε οποιονδήποτε. Βάζει ένα όριο. Ξέρετε πολύ καλά ότι η τράπεζα δεν δίνει –ας πούμε- εορτοδάνειο ή δάνειο, ακόμη και για αγορά πετρελαίου θέρμανσης, εάν το εισόδημα κάποιου είναι κάτω από ένα όριο. Η ενημέρωση των τραπεζιτών τελειώνει εκεί. Εμείς ως Βουλή τι κάνουμε; Μας ενδιαφέρει αυτό το κομμάτι της κοινωνίας που δεν έχει πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα ή δεν μας ενδιαφέρει;
Δεύτερο πρόβλημα. Οι τράπεζες δανείζουν όποια επιχείρηση και όποια επένδυση θεωρούν ότι είναι ασφαλής. Όμως, τι γίνεται με το δανεισμό και με την ανάγκη χρηματοδότησης κλάδων της οικονομίας και οικονομικών δραστηριοτήτων που οι τράπεζες δε δανείζουν, γιατί θεωρούν επισφαλείς αυτές τις επενδύσεις;
Κάποτε είχα ρωτήσει εδώ στη Βουλή, σε μια επιτροπή, τον Πρόεδρο του ΣΕΒ γιατί οι επιχειρηματίες δεν κάνουν επενδύσεις σε καινοτομικά προϊόντα. Η απάντηση ήταν: Μα, είναι επικίνδυνες αυτές οι επενδύσεις! Εμείς θέλουμε ταχεία ανακύκλωση του κεφαλαίου. Σε αυτούς, λοιπόν, τους τομείς που οι τράπεζες με τα κερδοσκοπικά τους κριτήρια δε δανειοδοτούν, εμείς έχουμε κάτι να πούμε;
Άρα, υπάρχει εδώ ένα πρόβλημα που δεν το συζητούμε. Ποιες είναι οι λύσεις; Η μία κατεύθυνση είναι να ζητήσουμε από τις τράπεζες να λειτουργούν ως μη τράπεζες, δηλαδή να ζητήσουμε από τις τράπεζες να λειτουργούν ως τράπεζες φτωχών, κάτι το οποίο δε θα κάνουμε.
Η δεύτερη λύση είναι να υιοθετήσουμε τη θέση ότι χρειαζόμαστε και τράπεζες ειδικού σκοπού. Χρειαζόμαστε τράπεζες, οι οποίες θα λειτουργούν με τέτοια κριτήρια που αφενός μεν θα δανειοδοτούν ανθρώπους που για τις εμπορικές κερδοσκοπικές τράπεζες δεν είναι καλή πελατεία και αφετέρου θα χρηματοδοτούν κλάδους της οικονομίας, οι οποίοι για κάποιους λόγους δε χρηματοδοτούνται από τις κερδοσκοπικές τράπεζες.
Συνάδελφοι του ΠΑ.ΣΟ.Κ., το θεωρείτε δευτερεύον αυτό το πρόβλημα; Να, γιατί θεωρούμε ασπιρίνη αυτό που προτείνετε.
Αν κάποιος -και πιστεύω πολλοί από σας είναι και οικονομολόγοι- έχει μια αντίληψη οικονομίας και θεωρεί ότι είναι δευτερεύον το θέμα του πώς χρηματοδοτείται συνολικά η οικονομία και η ανάπτυξη και τι γίνεται σήμερα και τι θα έπρεπε να γίνεται, με συγχωρείτε πολύ αλλά έχουμε διαφορετική άποψη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΕΙΤΟΝΑΣ: Δεν κομίζουμε γλαύκες τώρα…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Γιατί υπάρχει τόση νευρικότητα; Επειδή ιδιωτικοποιήσατε εσείς το τραπεζικό σύστημα και ενδεχομένως δεν θέλετε ούτε τώρα να αναγνωρίσετε ότι πρέπει να γίνουν κάποια βήματα διορθωτικά, ενοχλήστε απʼ αυτά που λέω;
ΛΟΥΚΑ ΚΑΤΣΕΛΗ: Συζήτηση κάνουμε.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Εγώ αυτά τα οποία λέω, τα λέω ευελπιστώντας ότι αφενός μεν είναι πράγματα που και εσείς -κάποιοι από σας και από το χώρο της Νέας Δημοκρατίας ακόμη- τα αναγνωρίζετε ως προβλήματα και βεβαίως κάποια στιγμή να συζητήσουμε και τη λύση τους.
Δεύτερο μεγάλο θέμα: Σε ό,τι αφορά τους δανειολήπτες, θα ήθελα να επισημάνω το εξής. Δεν είναι όλοι οι δανειολήπτες στην ίδια κατηγορία. Δεν πρέπει να είμαστε συλλήβδην υπέρ των δανειοληπτών. Άλλη η περίπτωση αυτού που δανείζεται για να πάει να παίξει στο καζίνο, άλλη η περίπτωση εκείνου που δανείζεται για να παίξει στο χρηματιστήριο, άλλη η περίπτωση εκείνου που δανείζεται για να κάνει hedge funds και άλλη η περίπτωση αυτού που δανείζεται για να αγοράσει ένα σπίτι να μείνει.
Θέλω να πω ότι υπάρχουν και πτυχές της δανειοδότησης όπου η πολιτική μας θέση πρέπει να είναι περιορισμός και όρια στη δανειοδότηση. Όρια στη δανειοδότηση των κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Το ξέρετε ότι υπάρχουν hedge funds –πώς να τα πούμε ελληνικά, κεφάλαια ασφάλισης κ.λπ.- που το συνολικό τους κεφάλαιο είναι τριάντα φορές σε σχέση με τα ίδια και πολλά βεβαίως καταρρέουν σήμερα;
Με αυτές τις σκέψεις, λοιπόν, εμείς καταλήγουμε σε μία πρόταση: Θα πρέπει να έρθει ένας γενικός νόμος περί τραπεζών. Ένας νόμος που θα επαναπροσδιορίσει τι κάνουν οι τράπεζες, ποια είναι η ευθύνη τους, ποια είναι τα δικαιώματά τους, ποιες είναι οι υποχρεώσεις τους, πώς ρυθμίζονται τα επιτόκια, κατά πόσο μπορούν τα επιτόκια χορηγήσεων και τα επιτόκια καταθέσεων να διέπονται από διαφορετικούς κανόνες, νόμους και ρυθμίσεις. Πώς δηλαδή θα εξασφαλίσουμε ένα τραπεζικό σύστημα το οποίο δεν θα είναι παράγοντας, ας πούμε, διεύρυνσης των ανισοτήτων στο βαθμό που αυτό μπορεί να συμβεί, αλλά και πώς θα εξασφαλίσουμε τράπεζες ειδικού σκοπού, δημοσίου συμφέροντος, με βάση τις οποίες θα φροντίσουμε να καλύψουμε υπαρκτές ανάγκες της κοινωνίας, ορισμένες μόνο από τις οποίες επεσήμανα.
Ευχαριστώ.