Τις αντιφάσεις ανάμεσα στους διακηρυγμένους στόχους, δεσμεύσεις και εξαγγελίες και σε συγκεκριμένες αποφάσεις ή παραλείψεις της Κυβέρνησης κάνοντας μια εφʼ όλης της ύλης κριτική στον Μακροχρόνιο Ενεργειακό Σχεδιασμό ανέδειξε ο κεντρικός εισηγητής, βουλευτής Β΄ Αθηνών Μιχάλης Παπαγιαννάκης, σε σχετική επερώτηση του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς προς το Υπουργείο Ανάπτυξης. Τόνισε ότι πρέπει να υπάρξει συνειδητοποίηση και πραγματική δέσμευση με προτεραιότητες και αποκλεισμούς στους κύριους άξονες της ενεργειακής πολιτικής στην Ελλάδα.
Κι αυτό γιατί η Ελλάδα,
– Δεν έχει προχωρήσει αποφασιστικά σε πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας, δεν έχει καν ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο τη σχετική νομοθεσία (δημόσια κτίρια κλπ.).
– Δεν έχει αλλάξει περίπου τίποτε στη διάρθρωση και τη στρατηγική των δημόσιων επενδύσεων (π.χ. στο Γʼ ΚΠΣ ή το ΕΣΠΑ) και παραμένει προσανατολισμένη σε ένα παραδοσιακό πρότυπο ανάπτυξης που υποτιμούν ή αγνοούν π.χ το σιδηροδρομικό δίκτυο, ενισχύουν εντατική χρήση των φυσικών πόρων σε δραστηριότητες όπως οι νέες τουριστικές επενδύσεις κλπ.
– Ανακοινώνει συνεχώς αδειοδοτήσεις παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη αντί προγραμμάτων σταδιακής υποκατάστασης τους. Επιπροσθέτως προγραμματίζει νέες εγκαταστάσεις με εισαγόμενο λιθάνθρακα, δηλαδή επιπλέον εξάρτηση από άνθρακα. Αφήνει να πλανάται σε δημόσια κείμενα αλλά και σε δημόσιες συζητήσεις το ενδεχόμενο να προσφύγουμε στην ατομική ενέργεια, που ήδη προβάλλεται διεθνώς ως «εναλλακτική» ή ακόμα και «ανανεώσιμη» πηγή ενέργειας, ή ακόμα και σχετικώς φθηνότερη (πράγμα εξαιρετικά συζητήσιμο…).
Οφείλουμε άμεσα να έχουμε:
– Σχέδιο απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα. Να ακυρωθούν οι αδειοδοτήσεις για παραγωγή με χρήση λιγνίτη ή λιθάνθρακα. Να σχεδιαστεί ο περιορισμός της χρήσης πετρελαίου και μακροχρόνια ακόμα και του φυσικού αερίου. Φυσικά ένας τέτοιος σχεδιασμός επιβάλλει και γενικότερο σχεδιασμό ανασυγκρότησης των οικονομιών και της απασχόλησης στις περιφέρειες όπου έχουν συγκεντρωθεί οι σχετικές βιομηχανίες.
– Μαζική ενίσχυση των ΑΠΕ, με χρονοδιάγραμμα, μέτρα, κίνητρα, επιλογές.
– Να αρθούν οι αδικαιολόγητοι περιορισμοί στην ανάπτυξη της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας.
– Να προσανατολιστεί η ΔΕΗ σε ενεργή ανάμιξη της στην παραγωγή, κάτι που δεν έκανε στο παρελθόν χάνοντας μια ιστορική ευκαιρία να οδηγήσει τις εξελίξεις.
– Δραστική πολιτική εξοικονόμησης ενέργειας σε όλες τις χρήσεις.
– Να αποκλειστεί ρητά το οποιοδήποτε ενδεχόμενο προσφυγής στην ατομική ενέργεια, μια και το ρίσκο των ατυχημάτων με τις σχετικές συνέπειες σε ζωές, δημόσια υγεία και οικονομική δραστηριότητα είναι απολύτως απαγορευτικό.
Μια τέτοια πολιτική Ενεργειακού Σχεδιασμού είναι προφανές ότι αποτελεί τμήμα μιας γενικότερης πολιτικής για την οικολογική ανασυγκρότηση της χώρας.
Στην παρέμβασή του ο βουλευτής Βʼ Αθήνας και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος Γιάννης Δραγασάκης, μεταξύ άλλων, τόνισε ότι: «Μία από τις κυρίαρχες τάσεις της εποχής μας είναι η παγκόσμια επαναχωροθέτηση των ρυπογόνων βιομηχανιών και ιδιαίτερα των μονάδων παραγωγής ενέργειας, σε χώρες με χαλαρή προστασία του περιβάλλοντος.
Στο πλαίσιο αυτό αρκετές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και η γερμανικών συμφερόντων RWE, αναζητούν χώρες για να εγκαταστήσουν μονάδες λιθάνθρακα οι οποίες στις χώρες τους δεν είναι αποδεκτές.
Συγκεκριμένα, η RWE, στο νέο επιχειρησιακό της σχέδιο προβλέπει τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 40 εκ. τόνους έως το 2012 από 187 εκ που είναι σήμερα και προτίθεται να τριπλασιάσει το ποσοστό της ενέργειας που παράγει η ίδια από ανανεώσιμες πηγές.
Για να πετύχει τους σκοπούς της αυτούς η RWE αναζητά πρόθυμους αποδέκτες των ρυπογόνων μονάδων σε χώρες της ΝΑ Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και την Ελλάδα είτε μέσω συνεργασιών είτε μέσω ιδιωτικοποιήσεων, όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος της RWE κ. Γκρόσμαν στους Financial Times (23/2/08).
Ακριβώς γιʼ αυτό, η χώρα μας πρέπει να χαράξει σαφή και μακρόπνοη ενεργειακή στρατηγική που θα εξασφαλίζει την ενεργειακή επάρκεια και ασφάλεια της χώρας χωρίς να την καθιστά “ενεργειακή χωματερή” της Ευρώπης.»
Η βουλευτής Βʼ Θεσ/νικης Ευαγγελία Αμμανατίδου Πασχαλίδου, σημείωσε ότι: «Συμπληρώνεται δεκαετία από τότε που άλλαξε το νομοθετικό πλαίσιο και μας οδήγησε στην απελευθέρωση της αγοράς για την ενέργεια και είναι πλέον ξεκάθαρο σε όλους ότι δεν υπάρχει και δεν γίνεται ενεργειακός σχεδιασμός. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος, άρα το ζητούμενο για τη χώρα μας σήμερα είναι, να προχωρήσουμε άμεσα στον ενεργειακό σχεδιασμό, τον αειφορικό, να αλλάξουμε δηλαδή το σημερινό ενεργοβόρο μοντέλο ανάπτυξης και να πάμε στις λύσεις που προσφέρουν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Ήδη οι τοπικές κοινωνίες, βλέποντας τον κίνδυνο για τη ζωή τους και το περιβάλλον από την εγκατάσταση λιθανθρακικών μονάδων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ξεσηκώνονται και αντιδρούν δυναμικά. Εξάλλου, με την εγκατάσταση τέτοιων «βρώμικων» μονάδων ηλεκτροπαραγωγής είναι βέβαιο ότι θʼ υποχρεωθούμε να αγοράζουμε δικαιώματα εκπομπής από το διεθνή χώρο, θʼ αυξάνεται έτσι το κόστος της κιλοβατώρας και αυτό θα μετακυλίεται στον καταναλωτή. Δηλαδή ο πολίτης θα είναι διπλά ζημιωμένος».
Ο βουλευτής Επικρατείας Γιάννης Μπανιάς, μεταξύ άλλων ανέφερε: «Εδώ συγκρούονται δύο φιλοσοφίες, που συνοψίζονται στο δίλημμα: “Παραγωγή ενέργειας για τις ανάγκες της κοινωνίας ή για το κέρδος”. Η δεύτερη επιλογή, η δική σας, είναι η ρύθμιση μέσω της παντοδυναμίας της αγοράς. Λογική που εμποδίζει τον σχεδιασμό και την εξοικονόμηση ενέργειας και καλλιεργεί τον καταναλωτισμό. Που οδηγεί σε αδιέξοδα και δήθεν αναγκαστικές αποφάσεις, όπως η κατασκευή σταθμών λιθάνθρακα της ΔΕΗ με την RWE.
Αλλά και στον δικό σας κόσμο του κέρδους θα έπρεπε να υπάρχει χώρος για σχεδιασμό και παρέμβαση, τουλάχιστον για το βασικό αγαθό ενέργεια, ώστε η διάθεσή του να είναι αδιάλειπτη, και κατά το δυνατό φιλική προς το περιβάλλον και τον άνθρωπο».
Ο βουλευτής Αττικής Θανάσης Λεβέντης, επεσήμανε: «Οι ρυπαρές μονάδες παραγωγής πρέπει να αποσυγκεντρωθούν και όχι να συνωστίζονται σε ορισμένες υπερκορεσμένες περιοχές, όπως το Θριάσιο. Επικρέμαται η δημιουργία μονάδας ηλεκτροπαραγωγής 980 MW από καύση φυσικού αερίου, που θα παράγει 450 εκατ. κυβικά μέτρα καυσαερίων την ώρα και πάνω από 2.000 τόνους οξειδίων του αζώτου το χρόνο, δηλαδή όσο οι 3.000 επιχειρήσεις της περιοχής ή τα μισά αυτοκίνητα όλου του λεκανοπεδίου». Στη συνέχεια, ο κ. Λεβέντης μίλησε για την ανάγκη τόσο να περιοριστεί η ρύπανση αλλά και να υπάρξει μέριμνα για «τις περιοχές με τη μεγαλύτερη ρύπανση, όπου τα σκήπτρα διατηρεί πάντοτε η περιοχή του Θριασίου, που κινδυνεύει με ακόμα μεγαλύτερη οικολογική επιβάρυνση από τις νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύση φυσικού αερίου».
Η βουλευτής Αʼ Αθήνας Αννα Φιλίνη, μεταξύ άλλων τόνισε: «Στο Σχέδιο ΚΥΑ για το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας που έχει εκπονήσει το ΥΠΕΧΩΔΕ, δεν υπάρχουν συγκεκριμένες κατευθύνσεις για το αναπτυξιακό μοντέλο των ΑΠΕ και δεν διαπιστώνεται μια σαφής και ολοκληρωμένη πολιτική για αυτές. Το Ειδικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ δεν συνδυάζεται με μια εθνική επιλογή ισόνομης και ισόρροπης περιφερειακής κατανομής της ενέργειας. Προσανατολίζεται μόνο στην αιολική μορφή ενέργειας, κατευθυνόμενο από το επενδυτικό συμφέρον, χωρίς να λαμβάνει υπόψη περιβαλλοντικά και χωροταξικά κριτήρια στην επιλογή χωροθέτησης των ΑΠΕ.
Αλλά και στο Σχέδιο ΚΥΑ για το Εθνικό Χωροταξικό, που πριν 2 ημέρες παρουσίασε ο κ. Σουφλιάς στον τύπο και που εδώ και χρόνια έχει ανάγκη ο τόπος, απουσιάζει η συγκροτημένη χωροταξική και περιβαλλοντική οπτική, λείπει ο στρατηγικός ενεργειακός σχεδιασμός και αγνοείται η κλιματική αλλαγή. Δυστυχώς παρατηρούμε ότι διατηρείται το παλιό αθηνοκεντρικό μοντέλο ανάπτυξης, ενώ ο νησιωτικός ρόλος της χώρας υποβαθμίζεται. Η όλη ανάπτυξη της χώρας συναρτάται με τους αυτοκινητοδρόμους, όπου οι αναπτυξιακοί άξονες της χώρας ταυτίζονται με τους μεγάλους οδικούς άξονες, ενώ απαξιώνεται ο σιδηρόδρομος και οι θαλάσσιοι διάδρομοι και περιφέρειες όπως η Ήπειρος παραμένουν στο περιθώριο».