Πρόγραμμα ενίσχυσης ΜΜΕ στο εμπόριο & παροχή υπηρεσιών

Τα τελευταία χρόνια αποτελεί δυστυχώς πάγια τακτική των κυβερνήσεων να καθιστούν «Τελικούς Δικαιούχους» για τη χορήγηση ενισχύσεων που προκύπτουν από προγράμματα του Γʼ ΚΠΣ τις τράπεζες, οι οποίες ωστόσο εμπλέκονται και στη διαμόρφωση της τελικής αίτησης μιας επιχείρησης και στην αξιολόγησή της. Η ίδια πρακτική εφαρμόστηκε και στο Πρόγραμμα Ενίσχυσης Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων εμπορίου και παροχής υπηρεσιών, στα πλαίσια των Περιφερειακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων (ΠΕΠ) του Γʼ ΚΠΣ, για το οποίο η υποβολή αιτήσεων είχε αρχίσει στις 26/6/2007.

Τότε, με σχετική ερώτησή που κατατέθηκε στις 24/7/2007, είχαμε επισημάνει το γεγονός ότι οι φορείς (τράπεζες) που πραγματοποιούν τις μελέτες και τις προτάσεις, είναι οι ίδιοι με αυτούς που τις αξιολογούν, τις εγκρίνουν και εν τέλει αδειοδοτούν τις επιλεγόμενες επιχειρήσεις. Με αυτό τον τρόπο, υποστηρίζαμε ότι θα δημιουργείτο σοβαρό πρόβλημα αξιοπιστίας αφού οι συντάκτες των προτάσεων θα ήταν και οι αξιολογητές τους. Τα παραπάνω ενισχύονται από το γεγονός ότι αποτελεί διαδεδομένη πρακτική οι τράπεζες να εισπράττουν 1.200? για κάθε πρόταση που παραλαμβάνουν, 600? για την αξιολόγησή της και 3% επί του προϋπολογισμού των προτάσεων που τελικά θα υλοποιηθούν!  

Η απάντηση της Γενικής Γραμματείας Επενδύσεων και Ανάπτυξης (αρ. πρωτ. 33174/ΕΥΣ4720) επέλεξε να αγνοήσει αυτή την επισήμανση και το Υπουργείο  υποστηρίζοντας ότι οι τράπεζες έχουν αποκτήσει πολύτιμη εμπειρία στη διαχείριση αυτών των προγραμμάτων, περιορίστηκε στο να δηλώσει ότι «το Υπ.Οι.Ο., εποπτεύοντας και συντονίζοντας τη διαδικασία της εν λόγω προκήρυξης, λαμβάνει μέριμνα για την ορθή εφαρμογή των κανονιστικών διατάξεων, των όρων των συμβάσεων μεταξύ του Υπουργείου και των Πιστωτικών Ιδρυμάτων, καθώς και την ακριβή εφαρμογή της Κοινοτικής Νομοθεσίας, έχοντας πάντα ως γνώμονα το συμφέρον των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων».

Ωστόσο, η δημοσίευση των αποτελεσμάτων του προγράμματος δυστυχώς δικαίωσε τις επιφυλάξεις που είχαμε διατυπώσει. Σύμφωνα με πληροφορίες μας παρατηρούνται μεγάλες αποκλίσεις στις βαθμολογίες από τράπεζα σε τράπεζα (έως και 20 μονάδες, με κλίμακα το 100, για όμοιες προτάσεις) και μεγάλες αποκλίσεις στο μέσο όρο βαθμολογίας των προτάσεων που διαχειρίστηκαν διαφορετικές τράπεζες. Επίσης σύμφωνα με πληροφορίες μας, λόγω των ασφυκτικών προθεσμιών, αυτή τη φορά η διατραπεζική επιτροπή δεν διενήργησε τους απαραίτητους δειγματοληπτικούς ελέγχους και δέχτηκε χωρίς έλεγχο το σύνολο των στοιχείων που έδωσαν οι τράπεζες.

Βάσει των παραπάνω,

ερωτούνται οι κ.κ. Υπουργοί:

1.    Εάν η διατραπεζική επιτροπή διενήργησε δειγματοληπτικούς ελέγχους, πόσοι ήταν αυτοί και ποια τα αποτελέσματά τους,

2.    Ποιο είναι το ποσοστό των επιλέξιμων προτάσεων ανά τράπεζα και που οφείλονται οι όποιες αποκλίσεις από το μέσο όρο,

3.    Γιατί, σε αντίθεση με ανάλογες πρακτικές σε άλλα προγράμματα, οι υποψήφιοι για το μητρώο αξιολογητών δεν κλήθηκαν να υπογράψουν «δήλωση μη συμμετοχής καθʼ οιονδήποτε τρόπο στην κατάρτιση και υλοποίηση των προτάσεων που θα υποβληθούν, λόγω της σύγκρουσης της ιδιότητάς τους ως αξιολογητές με τυχών συμφέροντα των δυνητικών τελικών αποδεκτών» (Δράση 2.11 για το Εμπόριο, με τελικό δικαιούχο τον ΕΟΜΜΕΧ, 2005)

4.    Εάν, ενόψει και των  προγραμμάτων της νέας περιόδου, προτίθεται η κυβέρνηση να επανεξετάσει την όλη διαδικασία αίτησης και αξιολόγησης των προτάσεων έτσι ώστε ο συντάκτης να μην είναι ταυτόχρονα και ο αξιολογητής τους.

Ο ερωτών βουλευτής

 Γιάννης Δραγασάκης

Scroll