Στην ανάγκη ο ΣΥΡΙΖΑ να εκφράσει όσους τον ψήφισαν, αποτελώντας ένα εργαστήριο κατάθεσης εναλλακτικών προτάσεων απέναντι στη νεοφιλελεύθερη αντιμεταρρύθμιση, αλλά και για μια συζήτηση χωρίς ταμπού στο εσωτερικό του κόμματος, η οποία, όμως, δεν θα οριοθετείται από διαρροές, στάθηκε ο Γραμματέας της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής Επικρατείας, Πάνος Σκουρλέτης, μιλώντας σήμερα, Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019, στον ραδιοφωνικό σταθμό «Alpha 98,9» και στους δημοσιογράφους Δήμο Βερύκιο και Σπύρο Λάμπρου.
Ακολουθούν σημεία της συνέντευξης:
«Αυτοί που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ -κι αυτό θα το δείτε και από τις περιοχές στις οποίες είναι μπροστά- κατά κύριο λόγο είναι άνθρωποι των λαϊκών στρωμάτων, της μισθωτής εργασίας, της νεολαίας, άνθρωποι των μικρομεσαίων στρωμάτων, σε αντίθεση με άλλα χαρακτηριστικά που έχει η ψήφος στη ΝΔ. Κατά συνέπεια, το πρώτο που προέχει είναι αυτοί οι άνθρωποι να βρουν έκφραση από τον ΣΥΡΙΖΑ, στήριγμα. Ταυτόχρονα, όμως, να μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να αποτελέσει και ένα εργαστήριο κατάθεσης εναλλακτικών προτάσεων απέναντι στη νεοφιλελεύθερη αντιμεταρρύθμιση που ήδη έχει αρχίσει και γίνεται πραγματικότητα».
«Επειδή ήμουν παρών, δεν είδα καμιά ένταση να υπάρχει στην Κοινοβουλευτική Ομάδα. Είναι αναντίστοιχα τα γεγονότα με τον θόρυβο και την εντύπωση που δημιουργείται σε κάποιον που διαβάζει αυτό το δημοσίευμα, που αν δεν κάνω λάθος πρωτοεμφανίστηκε στο site της εφημερίδας “Ντοκουμέντο”. Μάλιστα, επειδή ήμουν μέσα στην διαδικασία και το είδα που βγήκε μετά από λίγες ώρες, σκέφτηκα ποιος νους με πολύ φαντασία θέλησε να δώσει μια τέτοια διαρροή; Μου έκανε εντύπωση».
«Πολλοί, φίλοι και λιγότερο φίλοι, θέλουν να δημιουργήσουν συνθήκες συζήτησης στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ όπως τις αντιλαμβάνονται εκείνοι. Εμείς δεν πρέπει να κουβεντιάζουμε με τους όρους που θέλει το κάθε site ή η κάθε εφημερίδα. Πρέπει να κάνουμε τη συζήτηση με τους δικούς μας όρους, με πολιτική εμβάθυνση στα ζητήματα. Αυτό έχουμε ανάγκη. Έχουμε πλούσιο υλικό με βάση το οποίο πρέπει να σκεφτούμε, να βγάλουμε συμπεράσματα, να δούμε πώς θα γίνουμε καλύτεροι. Πως θα διευρύνουμε και το κόμμα μας, αλλά και πως θα βαθύνουμε τις επεξεργασίες μας και όχι να κουβεντιάζουμε με τους όρους που θέλει ο καθένας». […] «Οι διαρροές είναι κακόβουλες πολλές φορές. Δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Είναι κάποιοι στενοκέφαλοι που θεωρούν ότι αντί να μιλούν ανοιχτά, αυτό άλλωστε το έχουμε κατακτήσει, προτιμούν να μιλούν στους φίλους τους και να κάνουν διαρροές. Και αυτό δεν αφορά τρίτους, καμιά φορά αφορά και ανθρώπους από μέσα» […] «Όσο υιοθετείται μια πολιτική διαρροών και προσπάθειας να διαμορφώσουν τους όρους της συζήτησης στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ με τέτοιους τρόπους, το μόνο που κάνουν είναι να παράγουν μηχανισμούς οι οποίοι δεν βοηθούν ούτε στο άνοιγμα του κόμματος, ούτε στη μαζικοποίησή του, ούτε στην εμβάθυνση της συλλογικότητας και της δημοκρατίας. Ανεξάρτητα τι υποστηρίζει ο καθένας. Το λέω σαν μια αρνητική πρακτική».
«Υπήρξαν βουλευτές οι οποίοι είπαν ότι με βάση τις ανάγκες της δικής τους δουλειάς στην περιφέρεια, θα πρέπει να ξαναδούμε το θέμα της υποχρέωσης να δίνουν τον έναν επιστημονικό συνεργάτη, από τους δύο που διαθέτει ο κάθε βουλευτής, στη δουλειά της κοινοβουλευτικής ομάδας και στη δουλειά της επιτροπής του τμημάτων του κόμματος που θα βοηθάει και θα στηρίζει το προγραμματικό έργο. Προηγούμενα είχαμε την “πολυτέλεια” των υπουργικών γραφείων τα οποία κατέβαζαν τα νομοσχέδια και έκαναν επεξεργασίες. Εκεί πάνω βασιζόταν και η κοινοβουλευτική παρουσία των βουλευτών μας. Τώρα αυτό πρέπει να υποκατασταθεί από άλλες δομές, οι οποίες θα επεξεργάζονται με έναν σοβαρό και τεκμηριωμένο τρόπο αυτά τα οποία θα έχουμε απέναντί μας. Άρα, αν θέλουμε να φτιάξουμε νέο, μαζικό, γειωμένο κόμμα, δεν μπορεί ο καθένας να αντιλαμβάνεται την εκλογική του περιφέρεια σαν το βιλαέτι του. Εκεί λοιπόν έγινε μία τέτοια συζήτηση. Αλλά, θέλω να πω σε όσους συναδέλφους έχουν τέτοιους ενδοιασμούς, ότι όταν κατέβηκαν ως υποψήφιοι υπέγραψαν έναν κώδικα δεοντολογίας – και αυτό συμβαίνει μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ, σε κανένα άλλο κόμμα – όπου δίνουν το 40% της αποζημίωσής τους στο ταμείο του κόμματος και θέτουν στη διάθεση των κοινών επιτροπών του κόμματος και της κοινοβουλευτικής ομάδας, που ασχολούνται επαναλαμβάνω με αυτό το έργο, της τεκμηρίωσης της προγραμματικής μας δουλειάς, τον έναν από τους αποσπασμένους που έχουν τη δυνατότητα να έχουν και τον έναν επιστημονικό συνεργάτη. Αυτά ήταν γνωστά από πριν».
«Πρέπει να μάθουμε από τα λάθη μας, να βγάλουμε συμπεράσματα με βάση τις εμπειρίες που είχαμε όλο αυτό το διάστημα και να μπορέσουμε να γίνουμε καλύτεροι και πιο γόνιμοι για όλους και κυρίως για αυτούς που μας ψήφισαν». […] «Πολλά στοιχεία αυτοκριτικής υπήρξαν στην πολύ ενδιαφέρουσα ολοήμερη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής το προηγούμενο Σάββατο. Εκεί έγινε η καθαυτή πολιτική συζήτηση». […] «Η συζήτηση αυτή δεν μπορεί να είναι μία fast track συζήτηση. Ικανοποιήθηκα διότι φαίνεται ότι ο κορμός του κόμματος αντιλαμβάνεται την ανάγκη να κάνει, πρώτα από όλα, μια τέτοια συζήτηση, χωρίς ταμπού, ακομπλεξάριστα, χωρίς προκαταλήψεις. Να συζητήσουμε για τα προβλήματα και τις αιτίες που διαμόρφωσαν αυτό το αποτέλεσμα, παρά το θετικό γεγονός ότι, όπως αναφέρατε πριν και εσείς, εξακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι ένα πανθομολογουμένως μεγάλο κόμμα, ένα κόμμα της Αριστεράς με τα χαρακτηριστικά που του δίνουμε εμείς, ως εκφραστής του ευρύτερου προοδευτικού χώρου». […] «Πρέπει να δούμε και τι ακριβώς, άθελά μας, μέσα από παραλείψεις, μέσα από ατομικές πράξεις και προσεγγίσεις, έδωσε επιχειρήματα στους αντιπάλους μας να δημιουργήσουν μία πολιτική υγειονομική ζώνη γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ, που έδωσε όρια στην πολιτική του διείσδυση στο εκλογικό σώμα. Διότι είναι πεισμένο αυτό το 31,5%, αλλά υπήρχαν φαινόμενα μη πολιτικής επικοινωνίας με έναν κόσμο παρά έξω και επικράτησε ένα αντι-συριζαϊκό μέτωπο».
«Για τον διευθυντή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας συζητάει η Κοινοβουλευτική Ομάδα, όχι το κόμμα. Η πρόταση του Αλέξη Τσίπρα σε σχέση με τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους, τον διευθυντή και την γραμματέα της κοινοβουλευτικής ομάδας, πέρασε ομόφωνα χθες, δεν υπήρξε καμία ένσταση. Όλα τα υπόλοιπα είναι πράγματα πρωθύστερα και θα τα δούμε στην πορεία προς το συνέδριο που προσδιορίζεται περί τα τέλη του χρόνου, αρχές του επόμενου».