Ομιλία του Γιάννη Δραγασάκη στην Ολομέλεια της Βουλής επί του Νομοσχεδίου: «Διαχείριση, έλεγχος και εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την προγραμματική περίοδο 2007- 2013». (ΕΣΠΑ)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, τόσο οι κυβερνήσεις του παρελθόντος όσο και η σημερινή παρουσιάζουν τους πόρους από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως κάτι σαν δώρο που έρχεται εξ ουρανού να λύσει όλα τα προβλήματα της χώρας μας.

Πρέπει, λοιπόν, από την αρχή να διευκρινίσουμε ότι οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις αποτελούν έναν πολύ ανεπαρκή ελάχιστο μηχανισμό αναδιανομής πόρων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με ψηφίσματα και του ίδιου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για να υπάρξει Ευρωπαϊκή Ένωση ως μία συγκλίνουσα περιφέρεια έχει ανάγκη από έναν προϋπολογισμό της τάξης του 5% του ευρωπαϊκού Α.Ε.Π. και όχι του 1% ή και λιγότερο που είναι σήμερα.

Δεύτερον, πρέπει να πούμε ότι τα χρήματα, τα οποία παίρνουμε, τα δικαιούμαστε με βάση τις ροές χρημάτων και εμπορευμάτων που συντελούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρέπει επίσης να προσθέσουμε ότι δυστυχώς η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις δέκα τελευταίες χώρες έγινε με τρόπο που δεν εξασφαλίζει στις χώρες εκείνες ούτε αυτούς τους πόρους που εμείς έχουμε απολαύσει.

Επομένως, το πρώτο σε ό,τι αφορά τον χαρακτήρα των πόρων είναι αυτό, δηλαδή ότι είναι πόροι που τους δικαιούμαστε και άρα έχει μεγάλη σημασία πώς τους χρησιμοποιούμε, πολύ περισσότερο που απʼ ό,τι φαίνεται αυτοί οι πόροι ίσως να είναι και οι τελευταίοι.

Η δεύτερη παρατήρηση που θέλω να κάνω ότι είναι η σημασία που έχουν οι πόροι αυτοί σήμερα για τη χώρα μας έχει μειωθεί, η σχετική σημασία, σε σχέση δηλαδή με το Β΄ ή και το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης όπου οι ετήσιες εισροές, απορροφήσεις ήταν 2%, 3% ή κάποια χρόνια 4% του Α.Ε.Π.

Σήμερα μιλάμε για 24.000.000.000 ευρωπαϊκούς πόρους που θα πρέπει να αξιοποιηθούν ως το 2013 και με βάση μία πιο ρεαλιστική προσέγγιση μακάρι να απορροφηθούν μέχρι το 2015. Άρα, μιλάμε ετησίως για πόρους της τάξης των 2-2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, δηλαδή αυτό μας κάνει περίπου 1% του ελληνικού εθνικού εισοδήματος. Είναι σημαντικοί πόροι αλλά όχι τόσο καθοριστικοί όσο προβάλλονται και εμφανίζονται.

Επισημαίνω ότι –για να κάνω μία σύγκριση- την ίδια στιγμή μόνο η φοροδιαφυγή του Φ.Π.Α. στη χώρα μας υπολογίζεται ότι υπερβαίνει τα 5.000.000.000 ευρώ το χρόνο και η εισφοροδιαφυγή υπολογίζεται ότι υπερβαίνει τα 4.000.000.000 ευρώ το χρόνο.

Επομένως, θέλω να πω ότι θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην εξασφάλιση αυτών των πόρων που υπάρχουν, οι οποίοι διαφεύγουν και αυτό να αποτελέσει τη βάση για μια αναπτυξιακή στρατηγική, η οποία θα ενισχύεται από τους ευρωπαϊκούς πόρους και όχι αυτό το οποίο συμβαίνει σήμερα –θα αναφερθώ και μετά σʼ αυτό- όπου οι ευρωπαϊκοί πόροι υποκαθιστούν στην ουσία τους εθνικούς πόρους με μια σειρά πολύ αρνητικών συνεπειών.

Η τρίτη εισαγωγική παρατήρηση που θέλω να κάνω είναι ότι όντως το νομοσχέδιο αυτό χαρακτηρίζει συνολικά την πολιτική της Νέας Δημοκρατίας. Είναι μια πολιτική, η οποία δεν διορθώνει τα αρνητικά του παρελθόντος, δεν διορθώνει τα «λάθη» των κυβερνήσεων του ΠΑ.ΣΟ.Κ., αλλά τα διογκώνει και προσθέτει και πολλά άλλα. Αυτό γίνεται και σε άλλους τομείς, αυτό γίνεται και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ακριβώς γιʽ αυτό, διαφωνώντας με τον Κοινοβουλευτικό Εκπρόσωπο της Νέας Δημοκρατίας, εμείς νομίζουμε ότι πρέπει να αναφερθούμε και στο παρελθόν. Συζητούμε για το Δʼ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Αλίμονο αν δεν αντλήσουμε συμπεράσματα από το τι έγινε στα τρία προηγούμενα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης. Εντελώς συνοπτικά λοιπόν θα επαναλάβω τη βασική κριτική που κάνουμε από το 1990, ως ενιαίος Συνασπισμός τότε, μέχρι σήμερα γύρω από το θέμα του τρόπου αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων.

Το πρώτο μεγάλο λάθος, να το πω έτσι, το οποίο έγινε από την αρχή, από τις τότε κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της Νέας Δημοκρατίας για το διάστημα που ήταν, 1990-1993, ήταν ότι αντί οι ευρωπαϊκοί πόροι να λειτουργήσουν προσθετικά προς ένα εθνικό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, αντί να λειτουργήσουν συμπληρωματικά, λειτούργησαν ως υποκατάστατα. Δηλαδή θα έπρεπε κανονικά να είχαμε ένα εθνικό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων με βασικές στρατηγικές και προτεραιότητες και να αξιοποιήσουμε τους ευρωπαϊκούς πόρους είτε για να καλύψουμε κενά, είτε για να υλοποιήσουμε μεγαλύτερες δράσεις, που υπερέβαιναν τη δυνατότητα των εθνικών πόρων. Αυτό το οποίο έγινε στην πράξη είναι ότι στην ουσία οι εθνικοί πόροι έγιναν συμπληρωματικοί των ευρωπαϊκών πόρων. Αυτό έχει τεράστιες συνέπειες.

Πρώτη συνέπεια είναι ότι έχουν ενταχθεί στο Γʼ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης δράσεις που ουδεμία σχέση είχαν με τη λογική των ευρωπαϊκών πόρων. Και δεν φταίει σʼ αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν δηλαδή το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι», το πρόγραμμα ψυχικής αποασυλοποίησης ή μια σειρά από άλλες δράσεις κοινωνικής πολιτικής, που θα έπρεπε να είναι στον Τακτικό Προϋπολογισμό, οι κυβερνήσεις τα ενέταξαν σε ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Και για όλα αυτά θα έχουμε πρόβλημα συνέχειας. Διότι όταν βάζεις τέτοιες δράσεις μόνιμες και διαρκείς σε ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, οι οποίες έχουν ημερομηνία λήξης, κάποια στιγμή τελειώνουν οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις και μένει η δράση χωρίς χρηματοδότηση.

Η δεύτερη μεγάλη συνέπεια είναι ότι έργα τα οποία στο πλαίσιο αυτό δεν είναι επιλέξιμα, μένουν στο περιθώριο: έργα περιφερειακά, έργα κρίσιμα κατά τα άλλα κ.λπ.. Και μάλιστα αν δει κανείς –θα τα συζητήσουμε αυτά στον Προϋπολογισμό- τη σχέση των ευρωπαϊκών πόρων σε σύγκριση με τις συνολικές δαπάνες δημοσίων επενδύσεων θα διαπιστώσει ότι οι εθνικοί πόροι ως ποσοστό ολοένα και μικραίνουν όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό είναι το πρώτο μεγάλο στρατηγικό πρόβλημα, ας το πούμε έτσι, του οποίου συνέπεια είναι και αυτό που παρατήρησε η κυρία Κατσέλη, ότι κανονικά εμείς θα έπρεπε να έχουμε ένα Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων που να φθάνει τουλάχιστον το 4,5% με 5% του Α.Ε.Π., ακριβώς διότι θα έπρεπε να έχουμε κάποιους εθνικούς πόρους συν τους ευρωπαϊκούς. Στην πραγματικότητα έχουμε ένα Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων που μόλις υπερβαίνει το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι η απουσία εθνικού προγραμματισμού. Για να μπορούν να αξιοποιηθούν σωστά αυτοί οι ευρωπαϊκοί πόροι θα έπρεπε να είχαμε ένα πρόγραμμα, να αποφασίσουμε τι θέλουμε να κάνουμε, να αποφασίσουμε πού θέλουμε να εξειδικευθεί η οικονομία μας, να αποφασίσουμε τι προτεραιότητες έχουμε και στη βάση αυτών, δηλαδή του εθνικού προγράμματος, να υπάρξει ένας σχεδιασμός, ο οποίος να προσδιορίζει και το ρόλο και τις ανάγκες που θα καλυφθούν από τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις.

Ποια ήταν η συνέπεια που δεν το κάναμε αυτό; Ενώ έχουμε αναλώσει τρία ευρωπαϊκά Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης και πολλαπλάσιους εθνικούς πόρους είμαστε μια χώρα όπου παραμένουμε αθωράκιστοι έναντι όχι αναγκών του μέλλοντος αλλά έναντι φυσικών καταστροφών: αθωράκιστοι από πυρκαγιές, αθωράκιστοι από πλημμύρες, αθωράκιστοι από σεισμούς, αθωράκιστοι από μια σειρά προβλήματα που θα έπρεπε να είχαν λυθεί.

Η δεύτερη συνέπεια είναι ότι τρέχουμε πίσω από προβλήματα. Άκουγα –σήμερα νομίζω- στο δελτίο ειδήσεων ανακοινώσεις της Κυβέρνησης, η οποία ανακάλυψε ότι τα Ζωνιανά δεν έχουν υποδομές και ανακοίνωσε τώρα –για τους προφανείς λόγους- ότι θα γίνει δρόμος, θα γίνει βιολογικός καθαρισμός, θα γίνει το σχολείο κ.λπ., κ.λπ., για να μη μιλήσω για τον Ασωπό. Δηλαδή μετά από τρία κοινοτικά πλαίσια στήριξης, τρέχουμε πίσω από το πρόβλημα, όταν αυτό οξυνθεί και όταν μπει στην εντατική. Αυτό βεβαίως δεν είναι μόνο έλλειψη σχεδιασμού, είναι και απόρροια πολιτικών επιλογών. Αλλά και η απουσία σχεδιασμού είναι κορυφαία πολιτική επιλογή.

Το τρίτο είναι το σύστημα διαχείρισης. Θέλω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να μου επιτρέψετε να σας πω λίγο μια προσωπική εμπειρία που έχω επί του θέματος και να σας πω και πώς φθάσαμε ως εδώ.

Μετά το Α΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, το «πακέτο Ντελόρ» όπως το λέγαμε τότε, που διασπάστηκε με έναν τρόπο αναποτελεσματικό, με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης άρχισε ένας διάλογος για το πώς πρέπει να αξιοποιηθεί το Β΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, αρχές δεκαετίας του ΄90. Έτυχε να έχω κληθεί σ αυτό το διάλογο λόγω Οικουμενικής Κυβέρνησης που είχαμε τότε και της συμμετοχής μας σʼ αυτή.

Δύο ήταν τα σενάρια. Η μία λύση που εμείς προτείναμε ήταν να αξιοποιηθεί το Β΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, για να εκσυγχρονίσουμε τη δημόσια διοίκηση και η δημόσια διοίκηση εκσυγχρονισμένη να γίνει ο φορέας αξιοποίησης των πόρων. Η απάντηση των τεχνοκρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν η εξής: Αν περιμένουμε να εκσυγχρονίσετε εσείς τη δημόσια διοίκηση, θα τελειώσει και το Β΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης και το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης.

Τι πρότειναν οι κοινοτικοί; Να γίνει μία ανώνυμη εταιρεία εκτός της δημόσιας διοίκησης, η οποία να διαχειριστεί τους πόρους. Τι έγινε τελικά στην πράξη από την κυβέρνηση –νομίζω πια- του ΠΑ.ΣΟ.Κ. του ʼ93 που είχε αναλάβει; Ολίγον από όλα. Λίγο η δημόσια διοίκηση, λίγο μια παραδιοίκηση, η Μ.Ο.Δ. που δημιουργήθηκε.

Αυτό το μοντέλο μας έχει φέρει μέχρι εδώ, όπου έχουμε ξεχάσει ακριβώς τι συζητάμε. Ξεχάσαμε δηλαδή εντελώς ότι όλο αυτό το οικοδόμημα είναι ένα παράδειγμα σπατάλης πόρων. Ούτε τη δημόσια διοίκηση εκσυγχρονίσαμε ούτε τους πόρους αξιοποιήσαμε σωστά και απλώς δημιουργήσαμε επάλληλες δομές, η δημόσια διοίκηση, τα Υπουργεία, οι περιφέρειες, η Μ.Ο.Δ., οι διαχειριστικές αρχές, οι ιδιώτες από δίπλα κ.λπ., κ.λπ., όλο αυτό το χάος.

Και αυτό σήμερα η Νέα Δημοκρατία το ολοκληρώνει και το αποδιαρθρώνει ακόμη περισσότερο, όπως εξήγησε ο Εισηγητής μας, ο συνάδελφος ο Νίκος Τσούκαλης. Αυτή είναι η σπατάλη ανθρωπίνων και υλικών πόρων.

Τέταρτο πρόβλημα είναι η περιβόητη διαβούλευση. Είπε ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας ότι, ναι, έπρεπε να ρίξουμε περισσότερους πόρους σε ανθρώπινους πόρους, αλλά έχουμε έλλειμμα υποδομών, άρα έπρεπε να ρίξουμε πόρους σε υποδομές.

Θα μπορούσε κανείς να συνεχίσει τα ερωτήματα. Παλιές υποδομές, νέες υποδομές, δηλαδή δρόμους, τρένα, ευρυζωνικά δίκτυα; Πού ακριβώς πρέπει να ρίξουμε έμφαση; Κοινωνικές υποδομές, υποδομές για την οικογένεια και για το παιδί που είμαστε τελευταίοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση;

Το δικό μας το ερώτημα είναι το εξής: Ποιος θα απαντήσει σʼ αυτά τα ερωτήματα; Ποιος τα απάντησε αυτά τα ερωτήματα; Ο κ. Αλογοσκούφης με τον κ. Παπαθανασίου μαζί με δύο τεχνοκράτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Αυτή είναι η δημοκρατία! Δημοκρατία δεν είναι απλά να φλυαρούμε έναντι ειλημμένων αποφάσεων ή να επικυρώνουμε εδώ μέσα ειλημμένες αποφάσεις.

Ποτέ δεν ήρθε στη Βουλή, κυρία Κατσέλη! Αυτά τα ενδιαφέροντα που μας είπατε, αφορούν το μέλλον και ελπίζω να μην είναι μόνο δικές σας προσωπικές απόψεις, αλλά να υιοθετηθούν και από το κόμμα σας, διότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως κυβέρνηση δεν τα έκανε αυτά. Κάτι άρχισε στην αρχή της δεκαετίας του ʼ80 περί δημοκρατικού προγραμματισμού. Μετά το ίδιο το ΠΑ.ΣΟ.Κ. το εκφύλισε αυτό το πράγμα και έγινε ύστερα εύκολη λεία για τη Νέα Δημοκρατία. Το πέταξαν εντελώς στο περιθώριο.

(DE)

(3GK)

Τι έχουμε στη θέση όλων αυτών; Διαβούλευση, δηλαδή, «ελάτε να μας πείτε ό,τι θέλετε, αλλά εμείς θα αποφασίσουμε». Εγώ πήγα δυο – τρεις φορές και σε Περιφερειακό Συμβούλιο και σε Νομαρχιακό Συμβούλιο. Είναι προσβολή αυτό που γίνεται.

Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι διαβούλευση. Είναι δυνατότητα συναπόφασης, δυνατότητα ο ίδιος ο λαός να επιλέξει, να πάρει θέση στα διλήμματα. Ποιος θα τα λύσει, αντί του λαού; Και ποτέ, όπως είπα στη Βουλή, δεν τέθηκαν αυτά τα θέματα προς συζήτηση.

Τέλος, για να μην υπερβώ το χρόνο μου, αποτέλεσμα όλων αυτών είναι και η υπόθεση της περιβόητης σύγκλισης. Για ποια σύγκλιση μιλάτε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι; Μιλάτε για μια σύγκλιση που γίνεται προς τα κάτω, όχι προς τα πάνω. Σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου προς τα κάτω. Σύγκλιση των συντάξεων προς τα κάτω. Σύγκλιση των εργασιακών δικαιωμάτων προς τα κάτω.

Αυτή είναι η ιδεολογία της σύγκλισης που και στην Ευρωπαϊκή Ένωση κυριαρχεί σήμερα, αλλά κυριαρχεί και στη δική σας λογική.

Η σύγκλιση πράγματι προς ό,τι θετικότερο έχει επιτευχθεί, δεν υπάρχει. Εκεί έχουμε απόκλιση. Επομένως, και οι ευρωπαϊκοί πόροι, αλλά και οι ελληνικοί δυστυχώς, στα πλαίσια της πολιτικής που εφαρμόζεται, λειτουργούν σε μία κατεύθυνση που διευρύνει τις ανισότητες στο εσωτερικό. Και αν δεν υπάρξει σύγκλιση εντός της κοινωνίας μας, αν μέσα στην κοινωνία οι ανισότητες διευρύνονται, νομίζω ότι δεν έχει νόημα μετά να μιλάει κανείς για σύγκλιση με άλλες χώρες ή με άλλες κοινωνίες.

Ευχαριστώ.

Scroll