ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ επί της πρότασης νόμου του ΠΑΣΟΚ «Για την προστασία των καταναλωτών στις τραπεζικές δανειακές συμβάσεις, την αποζημιωτική συλλογική αγωγή και τις αρχές λειτουργίας των οργάνων για την επίλυση των καταναλωτικών διαφορών».
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ: 8/3/2007
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, την πρόταση νόμου του ΠΑ.ΣΟ.Κ., την καταψηφίσαμε επί της αρχής και σημειώσαμε τα θετικά σημεία που περιέχει, τα οποία και υποστηρίξαμε. Όμως, θεωρώ ότι η πιο σημαντική συμβολή, ας το πω έτσι, που είχε η πρόταση των συναδέλφων του ΠΑ.ΣΟ.Κ., είναι ότι επέτρεψε να γίνει μια συζήτηση -ουσιαστική νομίζω- στην Επιτροπή, για το ζήτημα των τραπεζών γενικότερα. Και αν δεν με απατά η μνήμη μου πιστεύω ότι τέτοια συζήτηση έχει χρόνια να γίνει στο Κοινοβούλιο.
Περάσαμε μια μακρά περίοδο, όπου οι τράπεζες ήταν κάτι σαν ταμπού και θέλω να πιστεύω, ότι παρόλο που θα απορριφθεί η συγκεκριμένη πρόταση, θα αποτελέσει μια νέα αφετηρία, για να δούμε πάρα πολύ σοβαρά προβλήματα, τα οποία έχουν προκύψει. Εκείνο, λοιπόν, που νομίζω ότι έχει νόημα να κάνουμε σήμερα, ή εν πάση περιπτώσει θα επιχειρήσω να κάνω εγώ, είναι να θέσουμε τα ερωτήματα: Υπάρχει πρόβλημα με τη σημερινή λειτουργία των τραπεζών; Διότι υπάρχει και η άποψη, ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Κάποιοι ιδιότροποι το δημιουργούν. Και αν υπάρχει πρόβλημα, ποιο είναι το πρόβλημα αυτό, σε τι συνίσταται; Και βεβαίως, τι πρέπει να γίνει, ούτως ώστε και η περιβόητη πρόταση νόμου που μας έχει πει η Κυβέρνηση ότι θα φέρει, να πούμε από τώρα, τι πρέπει να περιέχει και να δούμε μετά τι θα κάνει.
Σε ό,τι αφορά το πρόβλημα, νομίζω ότι η κοινωνία το γνωρίζει. Θα έλεγα ότι υπάρχει και μια διάχυτη γκρίνια στην κοινωνία για τις τράπεζες και αυτή η γκρίνια είναι που πρέπει να μετατραπεί, να αποκτήσει πολιτικό περιεχόμενο και στόχευση. Η γκρίνια δεν ενοχλεί. Εκείνο που ενοχλεί είναι το συγκεκριμένο αίτημα, η συγκεκριμένη κοινωνική διεκδίκηση και η συγκεκριμένη πολιτική στόχευση.
Υπάρχουν, λοιπόν, προβλήματα, πρώτον, για τους καταθέτες. Το επιτόκιο καταθέσεων είναι κάτω από τον πληθωρισμό. Το μεσοσταθμικό επιτόκιο καταθέσεων σήμερα είναι 1,89%, όταν ο πληθωρισμός είναι πάνω από 3%. Επίσης, οι καταθέτες που έχουν πολύ λίγα χρήματα, στην ουσία τα χάνουν. Διότι δεν ξέρω αν ισχύει για όλες τις τράπεζες -νομίζω ότι το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο δεν το κάνει- αλλά πολλές ιδιωτικές τράπεζες χρεώνουν την τήρηση λογαριασμού. Δηλαδή σε λίγο πρέπει να πληρώνουμε την τράπεζα, για να βάλει ο κόσμος τις λίγες οικονομίες που έχει και να μην τις βάζει κάτω από το στρώμα του.
Εγώ θέλω να θέσω και ένα ερώτημα, ως προς την έννοια πια και τη λογική που έχει ο φόρος επί των τόκων. Ο φόρος αυτός, κύριε Υπουργέ, επεβλήθη όταν τα επιτόκια ήταν 20%-25%. Και τότε που επεβλήθη, εμείς είχαμε σημειώσει ότι θα έπρεπε να υπάρξει μια εξαίρεση για τις χαμηλές καταθέσεις. Έχει ο άλλος 10.000 ευρώ, είναι η αποταμίευση του. Να πληρώσει φόρο επί της αρνητικής απόδοσης; Αφού το κεφάλαιό του απαξιώνεται!
Βεβαίως τα μεγαλύτερα θύματα από τη λειτουργία των τραπεζών σήμερα, είναι …
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ: Και πώς δεν θα σπάσει την κατάθεση μετά;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Εντάξει, αυτό είναι ένα τεχνικό πρόβλημα. Εγώ θέτω το ζήτημα, κύριε Βαρβιτσιώτη και αυτό θα κάνω σε όλα. Δεν ισχυρίζομαι ότι σε όλα έχω τη μαγική λύση, αλλά από τη στιγμή που διαπιστώνουμε –εάν διαπιστώνουμε- ότι υπάρχει ένα πρόβλημα, πρέπει τουλάχιστον να συμφωνήσουμε ότι υπάρχει πρόβλημα και να δούμε πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Δεύτερη κατηγορία, μεγάλων θυμάτων –όπως είπα- είναι οι δανειζόμενοι βεβαίως, οι συναλλασσόμενοι γενικότερα, από τις τράπεζες. Πρώτα-πρώτα πληρώνουν πολύ υψηλά επιτόκια. Το «υψηλά» είναι σχετική έννοια. Τα επιτόκια σήμερα είναι πάρα πολύ χαμηλά σε σχέση με τα επιτόκια πριν από δέκα χρόνια. Έχουν μειωθεί πάρα πολύ τα επιτόκια, αλλά σε σχέση με το επιτόκιο κατάθεσης, το επιτόκιο δανεισμού είναι πάρα πολύ υψηλό, ιδιαίτερα για τα καταναλωτικά δάνεια κ.λπ.
Επίσης, μπαίνουν ανεξέλεγκτα προμήθειες. Υπήρχαν μια σειρά υπηρεσίες που έπαιρνε κάποιος από την τράπεζα και τώρα με το «καλημέρα» πρέπει να πληρώσεις, ακόμη και για να μάθεις το υπόλοιπό σου, αν χρησιμοποιείς το σύστημα ΔΙΑΣ ή οτιδήποτε άλλο και τα λοιπά. Είναι το θέμα, λοιπόν, των προμηθειών.
Δυσμενείς όροι. Πας σε μια τράπεζα, παίρνεις ένα στεγαστικό δάνειο και σου λέει «ναι, αλλά θα το ασφαλίσω εγώ το δικό σου σπίτι». Μα, εγώ μπορεί να έχω άλλη ασφαλιστική εταιρεία να πάω και να είναι και φθηνότερη. Προκύπτουν μια σειρά δεσμευτικοί όροι, όπως υπάρχουν και μια σειρά αντικίνητρα για να αλλάξει κάποιος την τράπεζά του, να φύγει από τη μία τράπεζα και να πάει στην άλλη. Δεν είναι απλό. Πολλές φορές χρειάζονται έξοδα γραφειοκρατίας κ.λπ.
Υποθέτω ότι σʼ αυτά γενικά συμφωνούμε. Αυτό που δεν έχει συνειδητοποιηθεί είναι τα προβλήματα που δημιουργεί το σημερινό νεοφιλελεύθερο πλαίσιο δράσης των τραπεζών και συλλογικά στην οικονομία και την κοινωνία. Παραδείγματος χάρη, όταν λέει ο κ. Γκαργκάνας –και το λέει με μεγάλη καθυστέρηση, πρέπει να παρατηρήσουμε- ότι υπάρχει πρόβλημα υπερχρέωσης των νοικοκυριών, το πρόβλημα αυτό δεν αφορά μόνο τα νοικοκυριά που χρεώθηκαν. Εγώ θα έλεγα και το εξής: Δεν αφορά καν τα νοικοκυριά που χρεώθηκαν, αν τα νοικοκυριά χρεώθηκαν για να αποκτήσουν περιουσιακό στοιχείο. Αν κάποιος δανείστηκε για να πάρει σπίτι, γιατί έχει πρόβλημα; Να ζοριστεί να πληρώσει το δάνειό του. Το πρόβλημα δημιουργείται συνολικά στην οικονομία, διότι η υπερχρέωση αυτή δημιουργεί υπερκατανάλωση, εφόσον είναι για καταναλωτικούς σκοπούς.
Με τη δομή που έχει η οικονομία μας οδηγεί σε αύξηση των εισαγωγών και θα έρθει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας μεθαύριο στη Βουλή και θα μας πει ότι διογκώνεται το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών. Και τι πρέπει να γίνει; Να μειωθούν οι μισθοί. Δηλαδή, επειδή υπάρχει υπερχρέωση –βεβαίως είναι ένας από τους πολλούς παράγοντες- πρέπει να πληρώσουν οι μισθωτοί μέσα απʼ αυτόν τον τεθλασμένο συλλογισμό.
Το τρίτο πρόβλημα που δημιουργείται είναι ότι αν τα επιτόκια χορηγήσεων είναι υψηλότερα από τα επιτόκια καταθέσεων, πέρα από τα όποια λογικά όρια, επιβαρύνεται το κόστος λειτουργίας της οικονομίας συνολικά και επιβαρύνεται και η λεγόμενη ανταγωνιστικότητα. Πού είναι εδώ η ανησυχία για την ανταγωνιστικότητα;
Όπως ενδεχομένως γνωρίζετε οι πιο πληροφορημένοι από εσάς, στη Γερμανία το 70% του τραπεζικού συστήματος, σήμερα που μιλάμε, είναι είτε δημόσιο είτε συνεταιριστικό. Και στην προσπάθεια που γίνεται και στη Γερμανία να γίνει ιδιωτικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, το αντεπιχείρημα είναι ότι προτιμούμε ένα τραπεζικό σύστημα με ενδεχομένως χαμηλότερα κέρδη, διότι κερδίζει συνολικά η οικονομία. Όσο πιο πολύ κερδίζουν οι τράπεζες, τόσο πιο πολύ χάνει συνολικά η οικονομία.
Και υπάρχει μια μελέτη ενός ερευνητή της Τράπεζας της Ελλάδος του κ. Μητράκου, ο οποίος διαπιστώνει ακριβώς αυτό το οποίο σας λέω αυτήν τη στιγμή με επιστημονικό και τεκμηριωμένο τρόπο. «Είναι, λοιπόν, προφανές», λέει σε μια εργασία του ο κ. Μητράκος», «ότι η πολιτική των υψηλών επιτοκίων που εφαρμόζουν οι ελληνικές τράπεζες όχι μόνο προς τους καταναλωτές, αλλά και προς τις επιχειρήσεις δημιουργεί προβλήματα και δυσχεραίνει την οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και κλάδων της οικονομίας, περιορίζοντας τις επενδύσεις και κατά συνέπεια και την οικονομική ανάπτυξη». Δεν άκουσα τίποτε επʼ αυτού και ούτε ακούω πώς θα αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα. Ωραία αυτά, ζήτω η ελεύθερη αγορά και μη τυχόν και πειράξουμε την ελεύθερη αγορά, αλλά ιδού το πρόβλημα και επʼ αυτού πρέπει να τοποθετηθεί η κυβέρνηση.
Τρίτο πρόβλημα είναι αυτό που στα σχολεία μαθαίνουν οι φοιτητές, η ορθολογική κατανομή των πόρων. Όταν οι τράπεζες προτιμούν να δίνουν καταναλωτικά δάνεια, διότι εκεί υπάρχει περισσότερο περιθώριο κέρδους, όταν οι τράπεζες δίνουν ακόμα και στεγαστικά δάνεια, γιατί είναι πιο ασφαλή λόγω της υποθήκης, αν όλη η χρηματοδότηση μιας οικονομίας πηγαίνει στην κατανάλωση και στα στεγαστικά δάνεια, αυτό σημαίνει στρέβλωση στην κατανομή των πόρων, κύριε Βεργίνη. Αυτό δε λέγατε στους φοιτητές; Είναι το περιβόητο resource allocation. Πού πήγε αυτό; Ποιος θα χρηματοδοτήσει τους κλάδους που δεν είναι ελκυστικοί για τις τράπεζες;
Το τέταρτο πρόβλημα είναι ο τραπεζικός αποκλεισμός. Το βάζω σε εισαγωγικά κατά το «κοινωνικός αποκλεισμός». Με αυτήν τη λειτουργία των τραπεζών έχουμε κλάδους ολόκληρους που δεν δανειοδοτούνται, όπως θα έπρεπε, και έχουμε και κοινωνικά στρώματα για τα οποία οι τράπεζες είναι κλειστές. Είναι τα φτωχά στρώματα της κοινωνίας. Αυτός που έχει ένα χαμηλό εισόδημα ούτε πιστωτική κάρτα παίρνει, ούτε δάνειο παίρνει. Τι προτείνει το Ελληνικό Κοινοβούλιο γιʼ αυτήν την κατηγορία των ανθρώπων; Αν ο δανεισμός είναι δικαίωμα -και σε μια κοινωνία καπιταλιστική σαν τη δική μας, που κινείται με βάση το χρήμα, ο δανεισμός είναι δικαίωμα- τι λέμε σʼ αυτόν τον κόσμο που αποκλείεται απʼ αυτό το δικαίωμα;
ΞΕΝΟΦΩΝ ΒΕΡΓΙΝΗΣ: Δεν έχει δικαίωμα…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Δεν έχει δικαιώματα επομένως. Αν δεν έχει χρήματα, δεν έχει δικαιώματα. Ωραία, αυτή είναι η δίκαιη κοινωνία που λέτε;
ΞΕΝΟΦΩΝ ΒΕΡΓΙΝΗΣ: Εσείς τη βλέπετε να λειτουργεί διαφορετικά;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Εγώ, κύριε Βεργίνη, βλέπω το εξής, ότι φέτος πήρε το Νόμπελ Ειρήνης ένας κύριος που λέγεται Yunus. Πήρε το Νόμπελ Ειρήνης και όχι Οικονομικών. Διότι το Νόμπελ Οικονομικών το δίνει η Τράπεζα της Σουηδίας και το δίνει με άλλα κριτήρια. Πήρε το Νόμπελ Ειρήνης, διότι αφιέρωσε τη ζωή του στον πόλεμο κατά της φτώχειας και μάλιστα δημιούργησε μία τράπεζα που δίνει δάνεια στους φτωχούς με μοναδικό στοιχείο εγγύησης την εμπιστοσύνη. Η πρωτοτυπία δεν είναι το δάνειο στους φτωχούς. Η πρωτοτυπία είναι ότι δεν ζητά καμία υποθήκη. Στο Μπαγκλαντές. Όμως, επεκτείνεται διεθνώς αυτή η ιδέα.
Ιδού το πρόβλημα. Δεν υπάρχει καμία λύση; Εγώ προτείνω μία: Τράπεζα ειδικού σκοπού. Δεν λέω να αντιγράψουμε το παράδειγμα του Μπαγκλαντές ή του Νομπελίστα οικονομολόγου, αλλά λέω ότι, πέρα από τις τράπεζες που σκοπό έχουν το κέρδος και το διακηρύσσουν και είναι υπερήφανες που αυξήθηκαν τα κέρδη τους 100%, μπορεί να υπάρξει και μία τράπεζα με άλλο σκοπό, ότι υπό όρους βιωσιμότητας εγώ υπάρχω, για να καλύπτω κενά της κοινωνίας.
ΞΕΝΟΦΩΝ ΒΕΡΓΙΝΗΣ: Τράπεζα εγγυήσεων υπάρχει;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Εν πάση περιπτώσει, προσπάθησα να θίξω, έστω συνοπτικά, μια σειρά από προβλήματα τα οποία δημιουργεί το σημερινό καθεστώς. Η πρόταση νόμου των συναδέλφων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν απαντάει τα περισσότερα από αυτά. Πιστεύω να υπάρξει και άλλη πρόταση και περιμένουμε να δούμε η Κυβέρνηση τι έχει να μας πει γιʼ αυτά τα προβλήματα.
Τώρα, πού οφείλονται αυτά τα προβλήματα; Έφυγε ο συνάδελφος του Κ.Κ.Ε. Για όλα φταίει το Μάαστριχτ. Μακάρι να ήταν έτσι. Δυστυχώς, το πρόβλημα είναι παγκόσμιο, δεν είναι μόνο ευρωπαϊκό. Άρχισε με την αποδέσμευση του δολαρίου από τον χρυσό το 1972 από το Νίξον.
Άρχισε με τη διάβρωση ή την κατάρρευση όλων των θεσμών του Μπρέτον-Γουντς που έγινε μεταπολεμικά με τη σφραγίδα του Κέινς. Το πρόβλημα που συζητάμε είναι συστατικό της όλης αυτής νεοφιλελεύθερης πορείας και βεβαίως έχει και την νεοελληνική του ιδιαιτερότητα. Διότι, όταν έγινε απελευθέρωση του δικού μας τραπεζικού συστήματος με βάση την εισήγηση της Επιτροπής Καρατζά από το Μάαστριχτ ή και Χαρισόπουλου πιο πριν, τότε και οι μετέπειτα Κυβερνήσεις δεν έλαβαν μέτρα, δεν υπήρξε πρόνοια.
Απελευθέρωση. Τι συνέπειες θα φέρει η απελευθέρωση; Και με αυτήν την έννοια βεβαίως υπάρχουν πολιτικές ευθύνες και στο ΠΑ.ΣΟ.Κ., αλλά εμάς μας ενδιαφέρει το παρόν και το μέλλον. Δεν θα πω δηλαδή αυτό το οποίο ελέχθη, ότι δεν έχει δικαίωμα το ΠΑ.ΣΟ.Κ. να φέρει πρόταση. Και δικαίωμα έχει και υποχρέωση έχει, έστω και τώρα να φέρει προτάσεις νόμων, οι οποίες να διορθώνουν έστω και με καθυστέρηση προβλήματα που και η πολιτική των κυβερνήσεων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. με τις ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ. δημιούργησε. Αυτό λοιπόν είναι το γενικότερο πλαίσιο αναφοράς το δικό μας.
Δε θέλω να σας κουράσω, αλλά θα μου δώσετε ένα δύο λεπτά από τη δευτερολογία μου, κύριε Πρόεδρε, για να κάνω δύο επισημάνσεις σε ειδικότερα θέματα.
Η προστασία του καταναλωτή είναι ένα κεφάλαιο. Εμείς αυτό που ζητούμε είναι να έρθει ένας νόμος-πλαίσιο για την κοινωνικά υπεύθυνη λειτουργία των τραπεζών, ένας νόμος-πλαίσιο, ο οποίος θα λέει τι σημαίνει τραπεζικός ανταγωνισμός και πώς γίνεται -δεν αρκεί ο γενικός νόμος περί ανταγωνισμού- θα ορίζει τα πλαίσια λειτουργίας και θα προβλέπει τρόπους προστασίας, όχι μόνο του καταναλωτή, αλλά γενικότερα του συναλλασσόμενου και κυρίως συνολικά της οικονομίας και της κοινωνίας και θα δίνει και μία απάντηση στο φαινόμενο, το πρόβλημα, το οποίο θα διογκώνεται, το πρόβλημα του αποκλεισμένου πληθυσμού από τις τράπεζες και θα διογκώνεται, διότι, όσο πιο αυστηρά μέτρα ζητούμε εμείς οι ίδιοι για τις τράπεζες, τόσο οι τράπεζες βεβαίως θα αποκλείουν, θα υποχρεώνονται να γίνονται πιο σφιχτές στο να δανείζουν επιχειρήσεις ή άτομα τα οποία θεωρούν ότι δεν είναι τόσο εγγυημένα τα δάνειά τους όσο θα ήθελαν.
Σε ό,τι αφορά τα ειδικότερα θέματα που έχει η πρόταση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., συνοπτικά λέω ότι το πλαφόν μόνο στα καταναλωτικά δάνεια έχει ποικίλα προβλήματα. Τα είπα και στην Επιτροπή. Στην ουσία αυτό που προτείνει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. είναι αυτό που ανακοίνωσε με διαφήμισή της τώρα η Marfin, δηλαδή επιτόκιο Κεντρικής Τράπεζας ή τέσσερις μονάδες επιπλέον. Είναι το ίδιο που έχει ήδη και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.
Εκείνο το οποίο νομίζω ότι έχει λογική είναι να πούμε ότι τα επιτόκια χορηγήσεων δεν μπορούν να αυξάνουν ανεξάρτητα από το επιτόκιο καταθέσεων, δηλαδή να ελέγξουμε την ψαλίδα. Όταν η Ευρωπαϊκή Τράπεζα αυξάνει το επιτόκιό της, δεν σημαίνει ότι αυξάνει αυτόματα το κόστος του χρήματος, κυρία Αντωνίου, που είστε εισηγήτρια. Η Εθνική Τράπεζα, παραδείγματος χάρη, έχει επάρκεια καταθέσεων. Μια τράπεζα που δανείζεται για να δανείσει, εκεί επηρεάζεται το κόστος του χρήματος. Αλλά συνολικά, εφʼ όσον οι χορηγήσεις καλύπτονται από καταθέσεις, δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτόματα κάθε μεταβολή του επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας πρέπει να οδηγεί σε μεταβολή του εγχώριου επιτοκίου. Άρα, το πρώτο βασικό θέμα είναι ο έλεγχος της ψαλίδας και όχι μόνο του ενός ή του άλλου επιτοκίου.
Το δεύτερο είναι ότι εμείς, με τα σημερινά δεδομένα, έχουμε επιφύλαξη, για να μην πω αντίθεση, στο να φύγει η πολιτική ευθύνη του ελέγχου των τραπεζών και της προστασίας του καταναλωτή από την Κυβέρνηση και να πάει στην Τράπεζα της Ελλάδας. Η Τράπεζα της Ελλάδας έχει τεχνογνωσία οπωσδήποτε, αλλά είναι ανεξάρτητη αρχή. Δεν υπόκειται καν σε κοινοβουλευτικό έλεγχο. Ενδεχομένως, προκύπτουν και προβλήματα συνταγματικότητας. Να μείνει, λοιπόν, η ευθύνη στο Υπουργείο, να ενισχυθούν οι δομές του και να υπάρχει συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδας.
Τέλος, σε ό,τι αφορά την κατάσχεση, τον πλειστηριασμό για πρώτη κατοικία, το ποσό πρέπει να φτάσει τουλάχιστον το αφορολόγητο όριο, εφʼ όσον αναγνωρίζουμε ότι από κάποιον το Κράτος δεν ζητάει φόρους, διότι δεν μπορεί να καταβάλλει. Ας μπει αυτό το όριο αλλά και ας συζητήσουμε μια γενικότερη, πιο ριζοσπαστική λύση, ούτως ώστε η πρώτη κατοικία γενικά να χορηγείται ως κοινωνικό αγαθό. Ο Ο.Ε.Κ. έχει τεράστιες δυνατότητες, οι οποίες μένουν αναξιοποίητες.
Τέλος, κύριε Υπουργέ, πρέπει να μας πείτε και πότε θα έρθει η πρόταση της Κυβέρνησης που τόσες φορές έχει αναφερθεί, πρόταση η οποία θα καλύψει κάποια από τα θέματα που θέσαμε.