Η
απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας των
Συνεταιριστικών Τραπεζών Δυτικής Μακεδονίας, Δωδεκανήσου και Εύβοιας αποτελεί
ένα ακόμα καίριο πλήγμα – έπειτα από το κλείσιμο άλλων 3 πέρυσι – σε ένα θεσμό
ιδιαίτερης σημασίας για την τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας.
Τα
προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι συνεταιριστικές τράπεζες θα μπορούσαν να είχαν
επιλυθεί αν τους δίνονταν όχι χρήμα – αφού τα € 48 δις της ανακεφαλαιοποίησης
πήγαν σε 4 εμπορικές τράπεζες – αλλά τουλάχιστον χρόνος για να ολοκληρώσουν τις
απαιτούμενες διαδικασίες. Αντ’ αυτού, επελέγη μια «λύση» η οποία επιφέρει
πολλαπλές αρνητικές συνέπειες:
–
στους
μεριδιούχους των τραπεζών
–
στους
εργαζόμενους, καθώς μόνο λίγοι από αυτούς θα προσληφθούν στην Alpha Bank
–
στις
μικρομεσαίες επιχειρήσεις των περιοχών που έχουν λάβει δάνεια και θα κληθούν να
τα αποπληρώσουν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα (αλήθεια, γιατί πέρα από τις
καταθέσεις δεν μεταφέρθηκαν και τα ενήμερα δάνεια στην Alpha Bank;)
–
στο
ίδιο το κράτος, καθώς η εξυγίανση των 3 τραπεζών συνεπάγεται μεγαλύτερο κόστος
σε σχέση με το ποσό που θα απαιτούνταν για την ανακεφαλαιοποίησή τους.
–
στο
θεσμό των συνεταιριστικών τραπεζών συνολικά, καθώς δημιουργεί συνθήκες
απαξίωσής τους
Είναι προφανές ότι τόσο
η Κυβέρνηση όσο και η Τράπεζα της Ελλάδος δεν ενδιαφέρονται ή ίσως και να
αντιμετωπίζουν εχθρικά το θεσμό των συνεταιριστικών τραπεζών. Δεν έλαβαν κανένα
μέτρο θεσμικού χαρακτήρα για την στήριξη της προσπάθειας των τραπεζών και
διαρκώς κωλυσιεργούσαν στις προτάσεις που κατέθεταν οι διοικήσεις τους.
Επιμένουν σε ένα μοντέλο με 4 ιδιωτικές εμπορικές τράπεζες, το οποίο είναι ίδιο
με εκείνο που οδήγησε στην κρίση.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ,
αντίθετα, ο θεσμός των συνεταιριστικών τραπεζών και γενικότερα το
συνεταιριστικό κίνημα αποτελεί μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος. Η
παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας έχει ανάγκη τις συνεταιριστικές
τράπεζες ως ένα συμπληρωματικό πυλώνα χρηματοδότησης που θα καλύπτει τις
ανάγκες των τοπικών κοινωνιών – που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να το κάνουν οι
ιδιωτικές εμπορικές τράπεζες – μέσα σε
ένα πλουραλιστικό μοντέλο ανάπτυξης.