Η βουλευτής Πέλλας και Γραμματέας της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κ. Θεοδώρα Τζάκρη κατά την τοποθέτησή της στην Ολομέλεια του Κοινοβουλίου επί του νομοσχεδίου του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών για την «Κύρωση σύμβασης παραχώρησης υπηρεσιών για τη χρηματοδότηση, λειτουργία, συντήρηση και εκμετάλλευση της Αττικής Οδού», αναφέρθηκε στην άρον- άρον μεταβίβαση του έργου στη ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ για 25 χρόνια ώστε η κυβέρνηση να επιτύχει το συμφωνημένο στόχο ανάπτυξης 2,5% στον προϋπολογισμό του 2024, που παρά την προείσπραξη των εσόδων από την Αττική Οδό υπονομεύεται ήδη από την είσπραξη των εσόδων από τον τουρισμό καθώς επίσης και από την διεύρυνση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου με αμφίβολο την επίτευξη του.
Το αντίτιμο δε, των 3,27 δις € άπαξ και 7,5% επί των εσόδων κατ’ έτος θεωρείται πολύ μικρό όταν τα έσοδα της Αττικής Οδού σε βάθος 25 ετών, συνυπολογιζομένων των αυξημένων διοδίων μετά την ολοκλήρωση των επεκτάσεων, αλλά και των αυξημένων διελεύσεων υπολογίζεται να φτάσει τα 25 με 27 δις € σε σημερινές τιμές.
Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία της κ. Τζάκρη:
«Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Tο Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024 στις 23:59 λήγει η σύμβαση του ΤΑΙΠΕΔ με τον νυν παραχωρησιούχο της Αττικής Οδού και στις 12:01της Κυριακής η χρηματοδότηση, λειτουργία, συντήρηση και εκμετάλλευση της Αττικής Οδού θα αλλάξει χέρια και θα περάσει στο νέο παραχωρησιούχο με μια πρωτόγνωρη διαδικασία.
Δεν έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, δηλαδή, από τη μια στιγμή στην άλλη να αλλάζει χέρια όχι ένα οποιοδήποτε έργο αλλά ένα εμβληματικό έργο όπως η Αττική Οδός.
Το είπε ο κ. Μουστάκας, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της «Νέας Αττικής Οδού Παραχωρήσεις ΑΕ και Εκτελεστικό Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ομίλου Εταιρειών ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ ότι «είναι ιδιαίτερα αγχωμένοι με αυτή την πρωτόγνωρη διαδικασία κατά την οποία «ένα εμβληματικό έργο όπως η Αττική Οδός μεταβιβάζεται σε ένα νέο παραχωρησιούχο την ίδια στιγμή που τελειώνει η διάρκεια παραχώρησης του στον προηγούμενο.
Με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Αττικής Οδού ΑΕ να μας λέει ότι γίνεται μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να ανταποκριθούν πλήρως στις διαδικασίες που προβλέπονται για την παράδοση του έργου προς το νέο παραχωρησιούχο μέχρι το Σάββατο 5 Οκτωβρίου και ώρα 23:59.
Για μια ακόμη φορά η κυβέρνηση Μητσοτάκη ευτελίζει όχι μόνο την κοινή λογική, αλλά και το ίδιο το κύρος του Κοινοβουλίου καλώντας μας να τοποθετηθούμε όχι κατά τρόπο που να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, αλλά υπό το βάρος τελεσιγράφου ύψους 3,27 δις προκειμένου να πιάσει τον στόχο εισπράξεων το ΤΑΙΠΕΔ.
Όταν το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών ζήτησε από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδότηση για τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης με τη σημερινή παραχωρησιούχο εταιρεία, ώστε η διαδικασία παράδοσης παραλαβής να γίνει με πιο ομαλό τρόπο. Και ενώ εξετάζονταν μια μεταβατική περίοδος 5-6 μηνών, από τις 6 Οκτωβρίου και μετά, προκειμένου η υφιστάμενη σύμβαση παραχώρησης να παραδοθεί στο νέο παραχωρησιούχο στις 12.02.2025, δηλαδή πέντε (5) μήνες μετά από την υπογραφή της νέας σύμβασης παραχώρησης που έλαβε χώρα στις 12-9-2024,ώστε να εξακολουθήσει χωρίς προβλήματα η αδιατάρακτη εξακολούθηση παροχής των υπηρεσιών λειτουργίας του αυτοκινητόδρομου. Με το περιεχόμενο της σχετικής γνωμοδότησης να μην έχει γνωστοποιηθεί και ενώ φαινόταν να ανοίγει ο δρόμος για την επέκταση της υφιστάμενης σύμβασης με τον νυν παραχωρησιούχο [τις ΑΚΤΩΡ Παραχωρήσεις – ΑΒΑΞ – EGIS PROJECTS], όλα άλλαξαν και αποφασίστηκε «έτσι ξαφνικά» να γίνει η μεταβίβαση αυτού του εμβληματικού έργου από τη μια στιγμή στην άλλη.
Γιατί όμως έγινε αυτό; Έγινε για να εισέλθουν τα 3,27 €, έσοδα που πρέπει να εισέλθουν στα ταμεία του κράτους με την ολοκλήρωση των εκκρεμών παραχωρήσεων και συναλλαγών του Ελληνικού Δημόσιο μέχρι το τέλος του 2024.[770 εκ € μέσω της διάθεσης του 30% οι μετοχές του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών «Ελ.Βενιζέλος» που κατείχε το ΤΑΙΠΕΔ, 1,35 δισ. € από την ιδιωτικοποίηση της Εγνατία Οδός Α.Ε. με την κοινοπραξία ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ-Egis να ορίζεται ως προτιμητέος επενδυτής, 1,0 δισ. € η αποεπένδυση του ΤΧΣ από την Τράπεζα Πειραιώς και 3,27 δισ. € το τίμημα να εκτιμάται στα €. με δυνητικά έσοδα άνω του €, η παραχώρηση της Αττικής Οδού στην εταιρεία ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, με το τίμημα να ανέρχεται σε €]
Ουσιαστικά πρόκειται για μια επίσπευση επίτευξης του συμπεφωνημένου στόχου ανάπτυξης ύψους 2.5% στον προϋπολογισμό του 2024. Ενός στόχου που ακόμη και με την προσπάθεια επίσπευσης και την προείσπραξη των εσόδων από την Αττική Οδό υπονομεύεται από την είσπραξη των εσόδων από τον τουρισμό καθώς επίσης και από την διεύρυνση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, το οποίο βαίνει επιδεινούμενο κατά το τέταρτο τρίμηνο.
Και κάπως έτσι πιέστηκε αφόρητα η μεταβίβαση της Αττικής Οδού να γίνει άμεσα και μάλιστα μέσα στο 2024.
Με το Υπουργείο να φέρνει προς ψήφιση την κύρωση της σύμβασης την Πέμπτη 3 Οκτωβρίου, μόλις 2 ημέρες πριν την εκπνοή της υφιστάμενης σύμβασης. Με ελλείψεις εγγράφων που αφορούν σε τεχνικές και οικονομικές λεπτομέρειες και με πληθώρα διαδικαστικών θεμάτων να μην έχουν λυθεί ή να μην προβλέπονται πουθενά.
Επί της ουσίας
Είναι συμφέρουσα τελικά η νέα σύμβαση παραχώρησης της Αττικής Οδού με τα 3,27 δισ. € και το 7,5% κατ’ έτος; Όταν τα έσοδα της Αττικής Οδού σε βάθος 25 ετών, συνυπολογιζομένων των αυξημένων διοδίων μετά την ολοκλήρωση των επεκτάσεων, αλλά και των αυξημένων διελεύσεων υπολογίζεται να φτάσει τα 25 με 27 δισ. €; (σε σημερινές τιμές).
Όταν μάλιστα δεν υπάρχει κατασκευαστικό αντικείμενο αφού το ΤΑΙΠΕΔ έθεσε εκτός του συγκεκριμένου διαγωνισμού της επεκτάσεις προς Ραφήνα, Λαύριο και Λ. Βουλιαγμένης (Αργυρούπολη δηλαδή). Που σημαίνει ότι οι επεκτάσεις θα χρηματοδοτηθούν από ένα έωλο χρηματοδοτικό σχήμα, το οποίο με βάση τα μέχρι σήμερα ισχύοντα θα καταλήξει σε επιβάρυνση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, καθώς είναι σαφές ότι ένα τόσο μεγάλο έργο θα καταλήξει δια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας να αντλήσει πόρους από το ΠΔΕ, το οποίο στρέφοντας αυτούς τους φόρους στην κατασκευή των επεκτάσεων απαλλάσσει από το κατασκευαστικό κόστος τον νέο παραχωρησιούχο, σε βάρος άλλων έργων που προτεραιοποιούνται στην ελληνική κοινωνία.
Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι
Είναι σαφές ότι εμείς δεν μπορούμε να υπερψηφίσουμε την κύρωση αυτής της σύμβασης, την οποία θεωρούμε ακραία βλαπτική για το δημόσιο συμφέρον και αφήνουμε την κυβερνητική πλειοψηφία και όσους συστρατευτούν μαζί της να αναλάβουν και την ευθύνη των πράξεών τους».