ΕΡΩΤΗΣΗ
Προς τον κ. Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών
Θέμα: «Εξαίρεση θυγατρικών αλλοδαπών επιχειρήσεων από την υποχρέωση εφαρμογής του ψηφιακού δελτίου αποστολής (Α.1052/2025)».
Μεταξύ των πρωτοβουλιών της ψηφιακής φορολογικής μεταρρύθμισης που επιχειρείται τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας, περιλαμβάνεται και η εφαρμογή της εγχώριας ηλεκτρονικής τιμολόγησης (B2B). Δεδομένου ότι άρρηκτα συνδεδεμένη με την υλοποίηση της, είναι και η χρήση των ψηφιακών παραστατικών διακίνησης αγαθών, η φορολογική διοίκηση, με την Α.1123/2024, και την Α.1122/2024 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την Α. 1046/2025, όρισε το ειδικότερο πλαίσιο εφαρμογής. Εν συνεχεία, προ ημερών με την εν θέματι κοινή απόφαση Α.1052/2025 (ΦΕΚ Β’ 1564/01.04.2025), παρατάθηκαν οι χρόνοι υποχρέωσης εφαρμογής για τα ψηφιακά δελτία αποστολής (Α ΦΑΣΗ), διακρίνοντας τις παρακάτω κατηγορίες επιχειρηματικών οντοτήτων:
Το παράδοξο με τη διάκριση αυτή, συνίσταται στην εισαγωγή της ειδικής απαλλακτικής διάταξης, για τις θυγατρικές αλλοδαπών επιχειρήσεων (υπό ii) προκειμένου να τους δοθεί ο απαραίτητος χρόνος για συμμόρφωση των ψηφιακών συστημάτων και λειτουργιών τους, την ίδια στιγμή που όλες οι μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 200.000 ευρώ και κάποιες βάσει μόνο δραστηριότητας, χωρίς αντίστοιχες υποδομές λογισμικού ή εσωτερικών συστημάτων, καλούνται να συμμορφωθούν έως την 2α Ιουνίου 2025, υπό την απειλή σοβαρών προστίμων και κυρώσεων. Κατά συνέπεια, ευλόγως διαπιστώνονται τα εξής:
1ον. Με την χορηγηθείσα παράταση, αναγνωρίζεται εμμέσως η υπερβολική πολυπλοκότητα του νέου πλαισίου. Ωστόσο, ο νομοθέτης δίνει την ευχέρεια του απαιτούμενου χρόνου προσαρμογής αποκλειστικά και μόνο σε επιχειρηματικές οντότητες που βάσει μεγέθους, διαθέτουν και τους απαραίτητους πόρους, αλλά και την τεχνογνωσία να προβούν σε ομαλότερη ενσωμάτωση των νέων ρυθμίσεων κατά την λειτουργία τους, εν αντιθέσει με τις μικρότερες εγχώριες επιχειρήσεις, που η έλλειψη τεχνογνωσίας και η επιβάρυνση των λειτουργικών τους εξόδων καθιστούν ένα τέτοιο εγχείρημα ιδιαίτερα δύσκολο.
2ον. Είναι προφανές ότι μέσω επιλεκτικών νομοθετικών πρωτοβουλιών, πλήττεται σοβαρά η ίση μεταχείριση μεταξύ επιχειρηματικών οντοτήτων της ελληνικής αγοράς, ιδίως έναντι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που αποτελούν τη «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας, αφού εξαναγκάζονται σε συμμόρφωση με κόστος συχνά δυσανάλογο των δυνατοτήτων τους και σε εξαιρετικά περιορισμένο χρόνο συγκριτικά με τον αντίστοιχο των μεγαλύτερων «παικτών».
3ον. Δικαιολογητική βάση της ρύθμισης καθώς και της επίσπευσης της εφαρμογής των ψηφιακών τιμολογίων διακίνησης αγαθών, αποτελεί ο περιορισμός της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου, γεγονός όμως που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το ότι οι καθ’ ύλην αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε., είναι υποστελεχωμένες (χαρακτηριστική περίπτωση της Υ.Ε.Δ.Δ.Ε. Αττικής που σε σύνολο αριθμού οργανικών θέσεων 180, φέρεται οι υπηρετούντες να καλύπτουν γύρω στις 80).
Επειδή, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στη τάση για εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη αλλά στη μεροληπτική κατανομή βαρών, το κρίσιμο ζήτημα που ανακύπτει είναι ότι σε μια οικονομία «μικρομεσαίων» όπως η ελληνική, φαίνεται ότι πριμοδοτούνται πάντα οι «ισχυροί».
Επειδή, η κριτική που ασκείται τόσο από τους υποχρέους, όσο και από τον Τύπο, εγείρει ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο η επίσπευση για εφαρμογή ευνοεί συγκεκριμένες εταιρείες-παρόχους, που φαίνεται ότι θα αποκτήσουν με ολιγοπωλιακές συνθήκες τον έλεγχο της αγοράς αναφορικά με τις υπηρεσίες και την υποστήριξη του απαραίτητου λογισμικού.
Επειδή, σε μια περίοδο που οι μικρές επιχειρήσεις ασφυκτιούν εξαιτίας του κόστους συμμόρφωσης και των υποχρεώσεων της ψηφιακής γραφειοκρατίας, η δυνατότητα πολυεθνικών να επικαλούνται “τεχνικές δυσκολίες” για να εξαιρεθούν, προκαλεί δικαιολογημένη αγανάκτηση και απορρύθμιση του αισθήματος δικαίου στην αγορά.
Ερωτάται ο αρμόδιος Υπουργός:
Οι Ερωτώντες Βουλευτές
Μαμουλάκης Χάρης
Γαβρήλος Γιώργος
Ζαμπάρας Μιλτιάδης
Μεϊκόπουλος Αλέξανδρος
Μπάρκας Κωνσταντίνος
Παπαηλιού Γιώργος
Παππάς Νίκος
Τσαπανίδου Πόπη
Ψυχογιός Γεώργιος