Η απόφαση για την ανάκληση αδειών των 3
συνεταιριστικών τραπεζών, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι εκκλήσεις για παράταση του
χρονικού περιθωρίου ολοκλήρωσης της αύξησης του συνεταιριστικού κεφαλαίου,
αποτελεί μια ακόμη επιβεβαίωση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, που ακολουθούν οι
δύο κυβερνητικοί εταίροι.
Οι χρηματοπιστωτικές ανάγκες χιλιάδων μικρομεσαίων
επιχειρήσεων, που εξυπηρετούνται σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, αλλά και η
ανάγκη χρηματοδότησης τοπικών και περιφερειακών αναπτυξιακών δραστηριοτήτων δεν
λήφθηκαν υπόψη.
Έχει επιλεγεί ξανά η λύση «εξυγίανσης» που
έχει και το μεγαλύτερο κόστος
(επαναλαμβανόμενη ιστορία, παρόμοια με τις λύσεις στις περιπτώσεις της
Αγροτικής και του ΤΤ).
Ειδικότερα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής
Σταθερότητας θα πληρώσει στην Alphabank το ποσό των 427 εκατ. περίπου (249 για την
Δωδεκανήσου, 82 για την Ευβοίας και 96 για την Δυτ. Μακεδονίας).
Δημιουργείται
η απορία γιατί δεν θα ήταν δυνατόν να ενισχυθούν με μικρότερα ποσά οι 3 τράπεζες
για την κεφαλαιακή τους επάρκεια και να συνεχίσουν τη λειτουργία τους κάτω από
αυστηρό εποπτικό έλεγχο.
Σε εποχές
εκρηκτικής αύξησης της ανεργίας, οι 225
εργαζόμενοι των 3 συνεταιριστικών τραπεζών θα βρεθούν χωρίς δουλειά, αφού δεν
υπάρχει καμία ουσιαστική δέσμευση για
αυτούς, εκτός από μια λακωνική ανακοίνωση της Alpha Bank ότι προτίθεται να
προσφέρει ευκαιρίες απασχόλησης στο προσωπικό των Συνεταιριστικών Τραπεζών,
μετά από διαδικασία επιλογής. Αδιευκρίνιστο
παραμένει με ποια κριτήρια θα γίνει η «διαδικασία επιλογής» και πόσοι
προβλέπεται ότι θα προστεθούν τελικά στις στρατιές των ανέργων!
Η αξιολόγηση των συνεταιριστικών τραπεζών
ανήκει αποκλειστικά στην δικαιοδοσία της Τράπεζας της Ελλάδος, χωρίς έλεγχο από
την τρόικα και έτσι φέρει την αποκλειστική ευθύνη μαζί με την κυβέρνηση για το κλείσιμο των συνεταιριστικών τραπεζών
και τα εκατοντάδες εκατομμύρια που φορτώνονται για άλλη μια φορά στο Έλληνα φορολογούμενο για να κερδίσουν οι ημέτεροι
τραπεζίτες.
Είναι φανερό ότι η κεντρική τράπεζα είχε την
άποψη ότι η τοπική κοινωνία θα έπρεπε για μια ακόμη φορά «να αποδείξει ότι
χρειάζεται τις συνεταιριστικές τράπεζες» και έτσι τους επιβλήθηκε νέα
ανακεφαλαιοποίηση. Στην πραγματικότητα, σε εποχές ύφεσης και λιτότητας,
ζητήθηκε από τους μεριδιούχους των συνεταιριστικών τραπεζών νέο χαράτσι, ενώ θα
ήταν δυνατόν να αντληθεί ένα ελάχιστο ποσό από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής
Σταθερότητας, αφού ελάχιστες ήταν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις των τραπεζών αυτών.
Για παράδειγμα η Συνεταιριστική
Δωδεκανήσου είχε καλύψει το 55%
της αύξησης του ΣΚ και ζήτησε νέα προθεσμία για να αντληθεί ποσό περίπου 4,5
εκατ €, ή χρόνο για συγχώνευση με
την Παγκρήτια, που δεν της δόθηκε. Υπενθυμίζουμε ότι για την ανακεφαλαιοποίηση
των «συστημικών» τραπεζών η υποχρέωση που είχαν οι μέτοχοι, σύμφωνα με τις
αποφάσεις της Κυβέρνησης, ήταν να καλύψουν μόνο το 10% των αναγκαίων κεφαλαίων.
Με τη λύση που επιλέχθηκε το κόστος για
το ΤΧΣ
θα ανέλθει σε 249 εκατ €, ενώ θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η απώλεια
της περιουσίας των μεριδιούχων που χάνουν τις συνεταιριστικές μερίδες που
κατείχαν.
Στην
πραγματικότητα επιβάλλεται bailin(διάσωση
δι’ ιδίων μέσων) στους μεριδιούχους των συνεταιριστικών τραπεζών, ενώ οι
μεγαλομέτοχοι των συστημικών τραπεζών επιβραβεύονται με τη διατήρηση του
ελέγχου των τραπεζών, που στηρίζονται με δημόσιο χρήμα, χωρίς να τους επιβληθεί
να πληρώσουν για τις ζημιές των τραπεζών τους όπως όφειλαν.
Άμεσα πρέπει να ανακληθεί η απόφαση και να δοθεί η προθεσμία που ζητήθηκε για την
κάλυψη των κεφαλαίων που απαιτούνται ή να
χρησιμοποιηθούν κεφάλαια του ΤΧΣ για την ενίσχυση εκείνων των τραπεζών,
που θα κριθούν ότι μπορούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους, κατά τα πρότυπα των συστημικών τραπεζών. Η λύση αυτή αποτελεί τη πιο συμφέρουσα για το
Ελληνικό Δημόσιο αφού το κόστος θα είναι πολύ χαμηλότερο.
Για τη διασφάλιση των
κοινωνικών πόρων που θα χρησιμοποιηθούν (υποπολλαπλάσια αυτών της λύσης που
επιλέχθηκε) θα πρέπει
:
Οφείλουμε να εξετάσουμε με ευρύτερη θεώρηση το συνολικό
πρόβλημα των συνεταιριστικών τραπεζών, ιδιαίτερα σε μια συγκυρία που σχεδιάζεται
η απώλεια της δυνατότητας ελέγχου των συστημικών τραπεζών μέσα από την
επικείμενη τραπεζική ενοποίηση.
Συνεπώς, είναι
σκόπιμο να διατηρηθούν οι μικρές συνεταιριστικές τράπεζες για να αποτελέσουν
ευέλικτα χρηματοδοτικά εργαλεία για τις ανάγκες ανάπτυξης της τοπικής κοινωνίας. Το θεσμικό πλαίσιο,
που ισχύει για αυτές θα πρέπει να επανασχεδιασθεί ώστε να εξασφαλισθεί η
διαφανής λειτουργία, ο κοινωνικός έλεγχος και η ενίσχυση της αλληλέγγυας
οικονομίας.