ΣΥΡΙΖΑ Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς


Επικοινωνία / Contact RSS Twitter Facebook YouTube Instagram

25/01/2019

Αλ. Τσίπρας: Σήμερα αναμετριόμαστε με την ιστορική ευθύνη - Είναι η ώρα της εθνικής αυτοπεποίθησης και υπερηφάνειας

Αλ. Τσίπρας: Σήμερα αναμετριόμαστε με την ιστορική ευθύνη - Είναι η ώρα της εθνικής αυτοπεποίθησης και υπερηφάνειας



Ομιλία του Πρωθυπουργού και Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ  στη συζήτηση για την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών

.

Κύριε Μητσοτάκη, μιλήσατε πάνω από μια ώρα για άλλη μια φορά με έναν λόγο προσβλητικό και απαξιωτικό απέναντι στους Βουλευτές και στην Κυβέρνηση για ένα κρίσιμο εθνικό θέμα, με έναν λόγο διχαστικό, με έναν λόγο που θα μπορούσε να πει κανείς ότι δίνει τη δυνατότητα σε ακραίους όλες αυτές τις ημέρες να προσβάλλουν τους Βουλευτές.

Ενοχληθήκατε, διότι οι Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ιδιαίτερα ήσυχοι, όταν εσείς καταφερόσασταν εναντίον τους με προσβλητικό τρόπο. Ήταν και θα παραμείνουν ήσυχοι, κύριε Μητσοτάκη, διότι στη στρατηγική της έντασης εμείς δεν θα σας ακολουθήσουμε. Ελπίζω να είναι ήσυχοι και οι Βουλευτές σας τώρα που θα ακούν επιχειρήματα.

Και μιας και χαμογελάτε γι’ αυτό, δεν μπορώ να μην ξεκινήσω λέγοντας ότι όλες αυτές τις μέρες τόσο στο Κοινοβούλιο όσο και στον δημόσιο λόγο έχουμε γίνει όλοι μάρτυρες μιας ακραίας ρητορικής, μιας ακραίας στοχοποίησης συγκεκριμένων προσώπων.Έχουμε γίνει μάρτυρες μιας τακτικής εκφοβισμού και κατατρομοκράτησης Βουλευτών, στην αρχή με μηνύματα, ακολούθως με αφίσες των προσώπων τους. Στη συνέχεια, έχουμε γίνει μάρτυρες ταγμάτων εφόδου που προσπαθούσαν να μπουν στην Ελληνική Βουλή και τις τελευταίες μέρες έχουμε γίνει μάρτυρες εμπρησμών στο σπίτι του κ. Καστόρη, της κ. Τζάκρη και τούτη την ώρα που μιλάμε, έξω από το σπίτι δύο Βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, της κ. Σκούφα και του κ. Καραγιαννίδη ομάδες ακραίων τραμπούκων και παρακρατικών βρίσκονται, για να εκφοβίσουν και να τρομοκρατήσουν Βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου.

Μιλήσατε, λοιπόν, πάνω από μία ώρα, αλλά δυστυχώς δεν βρήκατε ούτε μία λέξη, για να καταδικάσετε αυτές τις ακραίες ενέργειες, αυτό το κλίμα τρομοκράτησης και εκφοβισμού των Βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου.

Σε αντίθεση -και οφείλω να το ομολογήσω- με τον Κοινοβουλευτικό Εκπρόσωπο του κόμματός σας, τον κ. Δένδια, ο οποίος, προς τιμήν του, χθες πήρε τον λόγο, είχε το θάρρος της γνώμης του, έβαλε τη διαχωριστική γραμμή εκεί που έπρεπε, απέναντι στους ακραίους, στους τραμπούκους, αυτούς που αποκαλούν τους Βουλευτές που έχουν διαφορετική άποψη «προδότες», ενώ πράγματι ήταν αυτοί οι οποίοι ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι βρέθηκαν σε κρίσιμες στιγμές στην Ιστορία με την πλευρά του κατακτητή, των ναζί ή των φασιστών Βουλγάρων στο βόρειο τμήμα της Μακεδονίας μας.

Δεν βρήκατε ούτε μια λέξη, κύριε Μητσοτάκη, γι’ αυτό, ούτε μια λέξη. Παρά μονάχα αυτό το οποίο επιχειρήσατε να κάνετε ήταν για άλλη μια φορά να απευθυνθείτε με έναν λόγο πολλές φορές ακραίο, άλλες φορές συναισθηματικό, στοχοποίησης και πάλι αυτών που έχουν διαφορετική άποψη στο Ελληνικό Κοινοβούλιο για ένα κρίσιμο εθνικό θέμα.

Πράγματι, σήμερα είναι μια κρίσιμη συνεδρίαση και αύριο μια κρίσιμη ψηφοφορία μετά από σχεδόν από τριάντα χρόνια αδράνειας και απανωτών εθνικών υποχωρήσεων σ’ ένα κρίσιμο θέμα. Μετά από έναν ολόκληρο χρόνο διαπραγματεύσεων, συζητήσεων και εξαντλητικού διαλόγου, φτάνουμε στο τέλος μιας δύσκολης επίμονης, επίπονης και ιστορικής διαδικασίας. Εγώ, όμως, κύριε Μητσοτάκη, σήμερα δεν έχω έρθει εδώ, δεν έχω ανεβεί σ’ αυτό το Βήμα, για να αναμετρηθώ κυρίως με τους πολιτικούς μου αντιπάλους. Θα απαντήσω σε όλα όσα είπατε, αλλά δεν έχω έρθει γι’ αυτό. Έχω έρθει, κυρίως, για να αναμετρηθώ με αυτό που εγώ αισθάνομαι ιστορική ευθύνη, με αυτό που εγώ αισθάνομαι εθνική ευθύνη, με την ιστορική και την εθνική ευθύνη που έχουν ο καθένας και η καθεμιά από τους τριακόσιους της Εθνικής Αντιπροσωπείας, που δεν εκβιάζονται, που δεν εκφοβίζονται, δεν τρομοκρατούνται και μιλούν μονάχα με τη συνείδησή τους.

Το έθνος μας πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές, είχε πει ο εθνικός μας ποιητής, ο Διονύσιος Σολωμός. Και θεωρώ ότι σ’ ένα μείζον εθνικό πρόβλημα οφείλουμε να πούμε αλήθειες σήμερα. Να πούμε αλήθειες που δεν ξεκινάνε από το τι έγινε χθες, προχθές, έναν χρόνο τώρα. Γιατί ώρες-ώρες ακούγοντάς σας και εσάς, αλλά και την κ. Μπακογιάννη, που νομίζω ότι έθεσε και πολύ ουσιαστικά θέματα στην ομιλία της, τα επιχειρήματά σας, ζούσαμε σε άλλη χώρα τριάντα χρόνια.

Το κρίσιμο θέμα τριάντα χρόνια, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σε ό,τι αφορά την εθνική θέση και στάση και διαπραγμάτευση για το ονοματολογικό με τον βόρειο γείτονά μας δεν ήταν να αποδεχθούν σύνθετη ονομασία με τον όρο «Μακεδονία», με γεωγραφικό προσδιορισμό έναντι όλων, αλλά το κρίσιμο θέμα της διαπραγμάτευσης που έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις ήταν η γλώσσα και το εάν θα έχουμε nationality ή citizenship.

Πραγματικά, δηλαδή, έχω την αίσθηση ότι ζούμε σε άλλη χώρα. Κι επειδή δεν ζούμε σε άλλη χώρα, σας προκαλώ, κύριε Μητσοτάκη. Προχθές, πράγματι, συγκεντρώθηκαν χιλιάδες διαδηλωτές. Στην πλειοψηφία τους δεν είχαν σχέση με τους ακραίους, οι οποίοι επιτέθηκαν στο Κοινοβούλιο. Αλήθεια -πολλά στελέχη σας ήταν εκεί, εσείς απουσιάζατε- εάν ρωτούσατε έναν από αυτούς «ποιο είναι το θέμα, γιατί διαμαρτύρεστε;», θα σας έλεγαν για το όνομα, το «Μακεδονία». Δεν θα σας έλεγαν ούτε για το citizenship και το nationality, ούτε θα σας έλεγαν για τη γλώσσα, ούτε για τα ροδάκινα βεβαίως.

Ούτε, βεβαίως, θα σας έλεγαν, κύριε Μητσοτάκη, όλοι αυτοί τα απίστευτα επιχειρήματα που έχουμε ακούσει όλες αυτές τις μέρες. Προσπαθείτε να δημιουργήσετε εδώ εντυπώσεις, αναδεικνύοντας εξαιρετικώς δευτερεύοντα και περίπλοκα νομικά ζητήματα ως κεντρικά επιχειρήματα κατά της Συμφωνίας. Αυτό αναδεικνύει την ένδεια των επιχειρημάτων σας εναντίον της Συμφωνίας. Όταν ασχολείστε με τόσο λεπτά θέματα Διεθνούς Δικαίου, που δεν μπορούν να τα κατανοήσουν οι μη ειδικοί, σημαίνει ότι αδυνατείτε να βρείτε έστω και ένα θολό σημείο σ’ αυτήν τη Συμφωνία.

Ήρθατε σήμερα εδώ να μας πείτε ότι δεν έχουμε, λέει, το Σύνταγμα, διότι έχουμε μόνο τις τροποποιήσεις του Συντάγματος. Και δεν ξέρετε, δεν γνωρίζετε ότι σε μία σειρά από χώρες, μεταξύ των οποίων και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, αν κανείς προστρέξει στο επίσημο siteπου αφορά το Σύνταγμα κάθε χώρας, θα δείτε το Σύνταγμα στην αρχική του μορφή και τις τροποποιήσεις, τα amendments,όλα να παρατίθενται ακολούθως στην αρχική μορφή του Συντάγματος.

Τέτοιες ανοησίες μας λέτε όλες αυτές τις μέρες. Ασχολείστε με απολύτως δευτερεύοντα ζητήματα και όχι με τα ουσιαστικά.

Το καταθέτω στα Πρακτικά.

Γιατί ασχολείστε με τα δευτερεύοντα και όχι με τα ουσιαστικά; Διότι έχετε ένδεια επιχειρημάτων.

Κύριε Μητσοτάκη, ένα μεγάλο μέρος της ομιλίας σας -μάλιστα, στην αρχή έτσι ξεκινήσατε- το καταναλώσατε στην αντιπαράθεσή σας με τον κ. Καμμένο. Αντιλαμβάνομαι τη δυσκολία σας εκεί τώρα, στη δεξιά πολυκατοικία. Τώρα που θα τελειώσουμε με τις Πρέσπες, αντί να αντιπολιτεύεστε εμένα, θα αντιπολιτεύεστε τους άλλους της δεξιάς πολυκατοικίας, γιατί υπάρχει μεγάλος συνωστισμός και δεν μπορείτε να χωρέσετε στο ποιος θα πάρει το καλύτερο διαμέρισμα. Σας εύχομαι «καλή τύχη»!

Δεν πρόκειται, όμως, να αναλωθώ σε άμεσες απαντήσεις σε μια σειρά από ανακριβή επιχειρήματα. Θα προσπαθήσω, όπως είπα αρχικά, σήμερα απ’αυτήν την παρέμβασή μου σε μία κρίσιμη συνεδρίαση να αναμετρηθώ με αυτό που εγώ αισθάνομαι ως ευθύνη, με επιχειρήματα, χωρίς κραυγές, χωρίς συνθήματα και χωρίς να προσπαθήσω να κινητοποιήσω το συναίσθημα, τον θυμό ή τα φοβικά -πολύ περισσότερο- αντανακλαστικά.

Και θα προσπαθήσω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ακολουθώντας αυτήν την προτροπή ότι εθνικό είναι το αληθές να μιλήσω για μια σειρά αλήθειες. Και η αλήθεια είναι, ξεκινώντας από την αρχή, ότι η διαφορά μας με τους βόρειους γείτονές μας για την ονομασία τους ταλαιπώρησε τη χώρα μας, ταλαιπώρησε και τους γείτονές μας, ταλαιπώρησε τα Βαλκάνια, τη διεθνή κοινότητα για τρεις δεκαετίες και μας στέρησε όλα αυτά τα χρόνια ένα κρίσιμο διπλωματικό κεφάλαιο, που μας απέσπασε πολλές φορές από τους πραγματικούς κινδύνους που αντιμετωπίζει η χώρα και οι οποίοι -μην γελιόμαστε- δεν βρίσκονται στα βόρεια, αλλά στα ανατολικά σύνορά μας.

Η αλήθεια είναι ότι η αδράνεια, η ατολμία, η αναβλητικότητα που είχε γίνει δόγμα εξωτερικής πολιτικής για χρόνια είχε ως αποτέλεσμα -και συνεχίζει-συνεχείς, διαρκείς διπλωματικές ήττες από την ελληνική πλευρά και εν τέλει, την αναγνώριση των γειτόνων μας με τη συνταγματική τους ονομασία από περισσότερες από εκατόν τριάντα χώρες σε όλον τον κόσμο, μεταξύ των οποίων οι μεγαλύτερες, οι σημαντικότερες, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία, η Κίνα. Και η αλήθεια είναι ότι ακόμη και χώρες που επισήμως δεν αναγνωρίζουν τη γείτονα με τη συνταγματική τους ονομασία, το σύνολο του Τύπου, το σύνολο της κοινής γνώμης, την αποκαλούν «Μακεδονία» χωρίς άλλο προσδιορισμό. Το γνωρίζετε καλά αυτό. Ακόμα και ο κ. Γεωργιάδης έτρεχε να σβήσει το «Macedonian» από ένα site,το οποίο ο ίδιος διαχειρίζεται.

Η αλήθεια, επίσης, είναι ότι αυτή η αδράνεια δεν είχε τελικά ως αποτέλεσμα να χάσουμε το όνομα «Μακεδονία», αφού σε οποιονδήποτε διαδικτυακό τόπο, εάν ανατρέξει κανείς σήμερα στο εν λόγω λήμμα, δυστυχώς δεν θα βρει τη δική μας κουλτούρα ή παράδοση, τον Λευκό Πύργο, αλλά θα δει τα Σκόπια. Αυτή είναι η αλήθεια.

Όμως, δεν χάσαμε εξαιτίας της αδράνειας μόνο το όνομα. Κινδυνεύαμε να χάσουμε και ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας μας, αφού η επικράτηση εθνικιστών στη βόρεια γείτονά μας, του VMRO,για πάρα πολλά χρόνια τους είχε οδηγείσε έναν πρωτοφανή παροξυσμό παραχάραξης και σφετερισμού της ιστορίας, της πολιτισμικής κληρονομιάς και των συμβόλων της Μακεδονίας, που αποτελούσε και αποτελεί ιστορικά αναπόσπαστο κομμάτι της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς.

Η αλήθεια, επίσης, είναι ότι και στην Ελλάδα επικράτησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 εθνικιστικός παροξυσμός, που διαμόρφωσε το κλίμα στην κοινή γνώμη, δημιουργώντας στη διεθνή κοινή γνώμη την εικόνα μιας χώρας φοβικής, χωρίς εθνική αυτοπεποίθηση, με τον λαό της χωρίς επίγνωση του μεγαλείου της ιστορίας της και, ως εκ τούτου, χωρίς αυτοπεποίθηση, αλλά και χωρίς επίγνωση της σύγχρονης δυναμικής της χώρας. Και την έδειχνε ως μία χώρα και έναν λαό που βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση απέναντι σε μία χώρα που έχει το 6% του ΑΕΠ της και δύο εκατομμύρια κατοίκους.

Αποκορύφωμα αυτού του παροξυσμού υπήρξε η μαξιμαλιστική θέση που συμφωνήθηκε στο περίφημο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών το 1992 –πλην του ΚΚΕ, εάν δεν κάνω λάθος- περί μη χρήσης του όρου «Μακεδονία» ή παραγώγου της από τη γειτονική χώρα.

Η αλήθεια, όμως, επίσης είναι ότι αυτή η θέση, ενώ για πολλά χρόνια έτρεφε τις φαντασιώσεις αρκετών και μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης, ουδέποτε εφαρμόστηκε από οποιαδήποτε κυβέρνηση στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Και αναφέρομαι στις διπλωματικές διεργασίες και τα ονόματα, που οι ελληνικές κυβερνήσεις διαπραγματεύτηκαν τα επόμενα χρόνια.

Η αλήθεια, επίσης, είναι ότι τον όρο «Μακεδονία» στην ονομασία των γειτόνων μας, προφανώς, και δεν τον αποδεχθήκαμε πρώτοι ο κ. Κοτζιάς και εγώ, αλλά τον απεδέχθη πρώτος ο κ. Σαμαράς, ο μέγας μακεδονομάχος, που έβαλε φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του στον Κοινοτικό Κανονισμό 3567 για εμπορικές συμφωνίες στις 2 Δεκεμβρίου του 1991, με τον οποίο για πρώτη φορά αναγνωρίζονταν ως Δημοκρατία της Μακεδονίας και ας μας λέει σήμερα ότι ήταν άλλη μια εμπορική συμφωνία, σαν όλες τις υπόλοιπες.

Επίσης, ο κ. Σαμαράς στο Συμβούλιο της 16ηςΔεκεμβρίου, σύμφωνα με τα λεγόμενα του αείμνηστου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, υποχώρησε στις πιέσεις. «Τα έκανε μούσκεμα», έλεγε τότε ο Μητσοτάκης, δεν τα λέω εγώ αυτά και δεν ζήτησε οριστική λύση του θέματος με αντάλλαγμα την αναγνώριση της Κροατίας, όπου μπορούσε να ασκήσει βέτο η ελληνική πλευρά. Βέβαια, μετά ήταν ο πρώτος που επένδυσε σ’ αυτόν τον παροξυσμό, στον οποίο αναφέρθηκα πιο πριν, στην κινητοποίηση του κόσμου κατά της σύνθετης ονομασίας, που υπερασπίζονταν τότε η κυβέρνηση, προκειμένου να ρίξει την ίδια την κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε και να κάνει πολιτική καριέρα.

Η αλήθεια, επίσης, είναι ότι η Ελλάδα είναι αυτή που πρώτη πρότεινε επισήμως σε διαπραγματεύσεις στον κ.Γκλιγκόρωφ τη σύνθετη ονομασία με τον όρο «Μακεδονία», με Πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, το 1993.

Η αλήθεια, επίσης, είναι ότι τον όρο «Μακεδονία» τον αποδεχτήκαμε, έστω και ως προσωρινό όνομα -που κράτησε όμως είκοσι πέντε χρόνια αυτή η προσωρινότητα-, με τη λεγόμενη «Ενδιάμεση Συμφωνία», που συνήφθη μόλις τρία χρόνια μετά από το περίφημο εκείνο Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής που έλεγε «κανένα παραγωγό». Και τότε ήταν η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η Κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Αποδεχτήκαμε τι τότε; Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας! Και από δειλία να αναμετρηθούμε με την αλήθεια ως έθνος και ως πολιτικό σύστημα τι κάναμε; Εφηύραμε τη φαεινή αυτή ιδέα, όταν όλοι αναφερόμαστε σ’ αυτήν τη χώρα, να λέμε μόνο τα αρχικά, ποτέ να μην το λέμε ολόκληρο. ΠΓΔΜ ήFYROM, λες και το «Μ» ήταν μια άλλη λέξη και όχι η λέξη «Μακεδονία». Και όταν αναφερόμασταν στους ανθρώπους που ζουν, δεν τους λέγαμε ΠΓΔΜιανούς ή FYROMίτες, τους λέγαμε Σκοπιανούς, με την ονομασία της πρωτεύουσάς τους. Αυτή είναι η πραγματικότητα.

Η αλήθεια, επίσης, είναι ότι ειδικά μετά την αναγνώριση της γειτονικής χώρας από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής το 2004 επιδεινώθηκε σημαντικά η διαπραγματευτική θέση της χώρας μας. Στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης άρχισε να φαίνεται η Ελλάδα μέρος του προβλήματος για την αστάθεια στην περιοχή. Κι εμείς είχαμε θέμα γι’ αυτό και έχουμε θέμα γι’ αυτό. Διότι η αστάθεια στην περιοχή θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας μεγάλης Αλβανίας, που δεν το θέλουμε, και η αστάθεια στην περιοχή θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις εντάσεων, που δεν τις θέλουμε στα βόρεια σύνορά μας.

Έτσι, φτάσαμε σιγά-σιγά στις Κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ που διαπραγματεύτηκαν, όχι με την αρχή του Συμβουλίου Αρχηγών του1992, αλλά με αυτό που ονομάζουμε σήμερα «εθνική γραμμή» και πολύ αργότερα αυτή η εθνική γραμμή αποκρυσταλλώθηκε, με την Κυβέρνηση Καραμανλή, και ξεκαθαρίστηκε ως η γραμμή της σύνθετης ονομασίας με τον όρο «Μακεδονία», με γεωγραφικό προσδιορισμό έναντι όλων.

Ήταν μια θέση που υποστήριξαν όλες οι κυβερνήσεις, τουλάχιστον από το 2007 έως σήμερα. Όλες ανεξαιρέτως. Την αναγγείλατε σε δεκάδες προγραμματικές δηλώσεις σ’αυτήν την Αίθουσα, σε δεκάδες διεθνή φόρα -έτσι είναι- όπως και η Κυβέρνηση του κ. Σαμαρά, οι Υπουργοί του και ο κ. Αβραμόπουλος, ο οποίος άλλα ψηφίζει στο Κολέγιο των Επιτρόπων για την τωρινή Συμφωνία, όπου είχε ομόφωνη απόφαση υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών, και άλλα δηλώνει δημόσια. Αυτή είναι η σταθερότητα που σας διακρίνει, κύριοι της Νέας Δημοκρατίας!

Και, βεβαίως, και η Κυβέρνηση του κυρίου Σαμαρά. Όλοι θυμόμαστε, το γνωρίζουμε ότι ο κ. Βενιζέλος, Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, το 2014 στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ανήγγειλε αυτήν τη θέση. Επίσης, όλοι έχουμε δει και τη συνέντευξη του ίδιου του κ. Σαμαρά, ο οποίος έλεγε «εάν δεχτούν το erga omnes, να το σκεφτούμε». Βεβαίως, φαντάζομαι ότι το έκανε -γιατί δεν θέλω να τον υποτιμώ-, έχοντας στο μυαλό του ότι δεν θα το δεχτούν.

Σήμερα, όμως, μας είπε απ’ αυτό το Βήμα της Βουλής, παραχαράσσοντας κι αυτός, όπως οι γείτονές μας, την ιστορία της δικής μας πολιτικής ζωής του τόπου, την ιστορία των ελληνικών κυβερνήσεων, αλλά και της παράταξής σας, ότι η παράταξή σας και άρα η εξωτερική πολιτική της χώρας -τους έβαλε όλους μέσα- ήταν πάντα με τη λογική, με την έννοια ότι η Μακεδονία είναι μία και ελληνική. Προσέξτε, δεν αναφέρθηκε σε κάτι το οποίο θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε όλοι μας, δηλαδή στην αρχαία ελληνική Μακεδονία, αλλά αναφέρθηκε στη σύγχρονη ως γεωγραφικό χώρο. Δεν υπήρξε ποτέ στη δική τους γραμμή, λέει, της παράταξης και της εξωτερικής πολιτικής, η έννοια των πολλών Μακεδονιών.

Θυμάμαι εγώ ότι ο Κώστας Καραμανλής ως Πρωθυπουργός είχε αναφερθεί με σαφήνεια πως «ο όρος Μακεδονία χρησιμοποιήθηκε πάντα για τον καθορισμό μιας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής»-διαβάζω απόσπασμα από παρέμβασή του- «το μεγαλύτερο μέρος της οποίας βρίσκεται εκτός συνόρων της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, εξ ου και το όνομα», έλεγε, «θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει τον όρο Μακεδονία, αλλά να προηγείται ένα προσδιοριστικό επίθετο, προκειμένου να διακρίνεται από την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή. Και είναι σαφές ότι οιαδήποτε σύνθετη ονομασία πρέπει να αντανακλά αυτήν τη γεωγραφική πραγματικότητα». Ποια γεωγραφική πραγματικότητα; Ότι στη σύγχρονη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, λίγο πάνω από το μισό κατέχει η Ελλάδα, ένα άλλο μεγάλο μέρος κατέχει η Βουλγαρία και ένα άλλο μέρος είναι αυτή η ΠΓΔΜ με τους Σκοπιανούς και ΠΓΔΜίτες, οι οποίοι κατά 70% είναι Σλάβοι, σλαβόφωνοι, Σλαβομακεδόνες, διότι μένουν στην περιοχή της Μακεδονίας και ένα 30% αλβανικής εθνοτικής καταγωγής.

Βέβαια, ο κ. Μητσοτάκης σήμερα, για να είμαι ειλικρινής απέναντί του, να μην τον αδικώ, διαφοροποιήθηκε από τον κ. Σαμαρά. Μην του πάρει και όλο το κόμμα, του έχει πάρει τα 2/3!

Είπε ότι ποτέ δεν μονοπώλησε το σύνολο της Μακεδονίας η εξωτερική πολιτική του κόμματός του και της Ελλάδας. Τα σωστά να τα λέμε.

Η αλήθεια, λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι ότι αυτή ήταν η εθνική γραμμή, μια θέση την οποία δεν παρήγαγε η δική μας Κυβέρνηση. Η δική μας Κυβέρνηση τη βρήκε από εσάς. Τη βρήκε και συνέχισε με αυτή.

Έρχομαι τώρα και σε άλλες ωραίες αλήθειες. Η αλήθεια είναι ότι το 2008 στο Βουκουρέστι η Κυβέρνηση Καραμανλή, με την κ. Μπακογιάννη τότε Υπουργό, προσπάθησε και κατάφερε να αποσπάσει τη συναίνεση των εταίρων στο ΝΑΤΟ, ώστε να μην ενταχθεί η γειτονική χώρα με την προσωρινή της ονομασία στο ΝΑΤΟ -αυτή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, το FYROM δηλαδή- χωρίς ωστόσο να ασκήσει βέτο, όπως φημολογείται. Διότι αυτή είναι η αλήθεια. Δεν υπήρξε ποτέ βέτο. Και αυτό πράγματι, θα πω εγώ, γιατί θέλω να λέω όλες τις αλήθειες, ήταν μια επιτυχία στον βαθμό που η ίδια η ενδιάμεση συμφωνία προέβλεπε ότι η Ελλάδα δεν έχει το δικαίωμα να ασκήσει βέτο στην ένταξη γειτονικής χώρας, με την προσωρινή της ονομασία σε οποιονδήποτε διεθνή οργανισμό.

Επίσης, η αλήθεια είναι ότι ο χειρισμός αργότερα αυτής της επιτυχίας -από την ίδια την Κυβέρνηση που το πέτυχε, αλλά και από επόμενες- υπήρξε καταστροφικός, διότι η ίδια η Κυβέρνηση και στελέχη της τότε, με δημόσιες δηλώσεις τους πανηγύριζαν -πάλι προς θρέψη της διαρκώς παραπλανημένης κοινής γνώμης που είχε μείνει ακόμα στο ’92, στο Συμβούλιο των Αρχηγών- ότι η Ελλάδα έβαλε βέτο στο Βουκουρέστι. Και έτσι ήρθε το 2011 η δυσμενής απόφαση για τη χώρα, για την Ελλάδα, του Δικαστηρίου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών που αναφερόταν σε παραβίαση της ενδιάμεσης συμφωνίας του ‘95 κατά τη Σύνοδο του Βουκουρεστίου.

Περαιτέρω, η αλήθεια είναι ότι και η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε επανειλημμένως προτείνει την έναρξη διαπραγματεύσεων για την ένταξη της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά με αυτά τα ευνοϊκά για την ίδια δεδομένα, για τη πΓΔΜ, η γειτονική χώρα ουδέποτε είχε καν ζητήσει, ουδέποτε είχε καν συζητήσει, ουδέποτε είχε δεχθεί καν να συζητήσει την αλλαγή του ονόματός της έναντι όλων, erga omnes δηλαδή, και σε όλες τις διαπραγματεύσεις στο διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο προσέρχονταν αποδεχόμενη μόνο τη διπλή ονομασία. Δηλαδή η συνταγματική της ονομασία στο εσωτερικό. Και τώρα σας φταίει ο αυτοπροσδιορισμός. Τότε δεν μας έφταιγε το ότι κάποιες κυβερνήσεις διαπραγματεύονταν τη διπλή ονομασία, δηλαδή να λέγονται «Μακεδονία», «Δημοκρατία της Μακεδονίας» στο εσωτερικό. Δεν θέλω εγώ να βγάλω ούτε τηλεγραφήματα ούτε επιστολές. Δεν έχει νόημα, γιατί αισθάνομαι την εθνική ευθύνη.

Εγώ δεν θα βγάλω, κύριε Μητσοτάκη. Αλλά θα πω την αλήθεια σήμερα εδώ και αναγνωρίζει ο ελληνικός λαός. Αν θέλετε, διαψεύστε με.

Τότε λοιπόν, οι γείτονες μας έλεγαν τη συνταγματική τους ονομασία στο εσωτερικό, την οποία είχαν αναγνωρίσει όλες οι σημαντικές χώρες -δεν είχαν κανέναν λόγο να διατηρήσουν μια άλλη στάση- και βεβαίως μια υπόλοιπη την οποία διαπραγματεύονταν για τον υπόλοιπο κόσμο, από την οποία ποτέ βεβαίως δεν είχαν βγάλει τον όρο «Μακεδονία», διότι αυτή ήταν η βάση της διαπραγμάτευσης. Και βεβαίως, ουδέποτε υπήρξε οποιαδήποτε συζήτηση-γιατί δεν άνοιγαν τη συζήτηση- για αλλαγή του Συντάγματός τους. Καμία συζήτηση.

Αυτή είναι η αλήθεια, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, για το τι έγινε το ‘92 μέχρι σήμερα, πόσο ταλαιπωρήθηκε η χώρα, πόσο μεγάλο βάρος είχε η χώρα στην εξωτερική της πολιτική, χωρίς να μπορεί να λύσει ένα θέμα που -δυστυχώς, λέω εγώ- οι εταίροι μας δεν κατανοούσαν ούτε ακόμα κατανοούν. Και πόσο κεφάλαιο προσπαθειών καταναλώναμε από το να προσανατολιστούμε στα πραγματικά μεγάλα εθνικά ζητήματα που δεν είναι στο Βορρά. Τελείωσε αυτό το δόγμα. Έχει μείνει σε αυτό το δόγμα ο κ. Βορίδης φαίνεται, αλλά τελείωσε.

Ήταν την εποχή του Ψυχρού Πολέμου αυτό το δόγμα, ότι από Βορρά είναι η απειλή. Δεν είναι από Βορρά η απειλή.

Έρχεται λοιπόν, η δική μας Κυβέρνηση. Και βεβαίως, όλα αυτά τα τριάντα σχεδόν χρόνια, επαναλαμβάνω, είχαμε αυτόν τον απίστευτο δυισμό, ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης να νομίζει ότι το μεγάλο πρόβλημά μας είναι ο όρος «Μακεδονία»- ακόμα και σήμερα το νομίζει-, όλες οι κυβερνήσεις να παλεύουν για σύνθετη ονομασία, με τον όρο «Μακεδονία» και φυσικά, μη μας τρελάνετε κιόλας, κανείς δεν έθετε ως κύριο θέμα τη γλώσσα και την εθνότητα. Και θα εξηγήσω μετά γιατί.

Και ερχόμαστε, λοιπόν, εμείς και βρίσκουμε μπροστά μας μία ευκαιρία. Αλλάζει η Κυβέρνηση εκεί. Αλλάζει η εθνικιστική Κυβέρνηση του κυρίου Γκρούεφσκι το VMRO, που λέει τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που λέτε εσείς. Είστε η διαφορετική όψη του ίδιου νομίσματος. Τι λένε όλοι αυτοί; Λένε του Ζάεφ «μας πρόδωσες», λένε του Ζάεφ «ξεπούλησες τη Μακεδονία μας στους Έλληνες», λένε του Ζάεφ «έδωσες και γλώσσα και εθνότητα, όλα τα έδωσες». Και τα ίδια λέτε κι εσείς σε μας. Ξέρετε γιατί; Διαβάστε την ανακοίνωση που έκανε το VMRO για τη ρηματική διακοίνωση. Διαβάστε την!«Εξευτέλισε τη Μακεδονία. Δεν υπάρχει πια Μακεδονία. Μας έκανε Βόρεια Μακεδονία, δώσαμε το όνομα μας, δώσαμε τη γλώσσα μας, δώσαμε τα πάντα».

Οι εθνικισμοί και στις δύο πλευρές έχουν ένα βασικό χαρακτηριστικό: την πατριδοκαπηλία. Όμως, οι εθνικισμοί ιδίως στο χώρο των Βαλκανίων έχουν οδηγήσει σε μεγάλες, σε οδυνηρές περιπέτειες τους λαούς.

Και πιστεύω ότι τώρα ήρθε η ώρα να ξεφύγουμε από αυτόν το φαύλο κύκλο των εθνικισμών και να δούμε το μέλλον της ευημερίας, της ειρήνης, της προόδου, της συνεργασίας.

Ερχόμαστε, λοιπόν, εμείς και πραγματικά αρπάζουμε αυτήν την ευκαιρία. Άλλαξε η εθνικιστική κυβέρνηση, ήρθε ένας προοδευτικός ηγέτης, ένα προοδευτικό κόμμα –σοσιαλιστικό, κυρία Γεννηματά, σοσιαλιστικό πράγματι- και ξεκινάμε μια προσπάθεια δύσκολη να βρούμε μία αμοιβαία αποδεκτή λύση. Όχι να πάμε να τους καταλάβουμε, όχι να πάμε να τους καταρρακώσουμε. Με βάση αυτά που μας λέτε, που ψάχνετε να βρείτε την υποπερίπτωση της υποπερίπτωσης, θα έπρεπε να είχαμε κάνει πόλεμο και να τους είχαμε κατακτήσει. Δεν κάναμε αυτό. Κάναμε μία συμφωνία, έναν συμβιβασμό. Και τι βάλαμε εμείς ως κορυφαία σε αυτόν το συμβιβασμό; Όλα όσα πολεμούσατε εσείς ως κεντρικά ζητήματα είκοσι πέντε χρόνια και δεν τα καταφέρνατε. Και τα πετύχαμε. Και τώρα, μας λέτε «είστε προδότες που τα πετύχατε».

Τι πετύχαμε, λοιπόν εμείς; Πετύχαμε, πρώτον, σύνθετο όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό. Αυτό, δηλαδή, που υποχρεώσαμε τους γείτονές μας να αλλάξουν το συνταγματικό τους όνομα, με το οποίο είχαν ήδη αναγνωριστεί από πάνω από εκατόν τριάντα φορές και από «Δημοκρατία της Μακεδονίας» σκέτο να το κάνουν «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», ώστε αύριο τα παιδιά μας όταν μπαίνουν στο ίντερνετ και πατούν το λήμμα «Μακεδονία», να βγαίνει ο Λευκός Πύργος και να μην βγαίνουν τα Σκόπια. Αυτό πετύχαμε εμείς!

Δεύτερον, πετύχαμε αυτό που ούτε καν συζητούσαν επί των κυβερνήσεων σας, κυρία Μπακογιάννη, κύριε Καραμανλή, κυρία Γεννηματά, ούτε καν συζητούσαν, το «erga omnes»έναντι όλων και για κάθε χρήση.

Τούτο σημαίνει ότι η χρήση αυτή δεν θα χρησιμοποιείται μόνο στις διεθνείς σχέσεις της χώρας με άλλες χώρες και με διεθνείς οργανισμούς, αλλά θα αφορά και το εσωτερικό της χώρας όπου αναγκάζονται, αλλάζουν το σύνταγμα τους, κατεβάζουν τις πινακίδες από τα αεροδρόμια τους, από τους δρόμους τους, δεν θα μπορούν να έχουν κρατικό θέατρο Μακεδονικό, θα έχουν της Βόρειας Μακεδονίας, δεν μπορούν να έχουν εθνική ομάδα Μακεδονική, θα έχουν εθνική ομάδα της Βόρειας Μακεδονίας. Αυτά τα λίγα.

Τρίτον, καταφέραμε οι γείτονες μας, αναθεωρώντας το Σύνταγμά τους να τροποποιήσουν τις διατάξεις εκείνες που περιείχαν αναφορές αλυτρωτισμού και αναθεωρητισμού. Ευθυγραμμίζουν μάλιστα, το Σύνταγμά τους με ό,τι λέει το ελληνικό Σύνταγμα στις σχετικές του διατάξεις περί διασποράς. Και πέραν της συνταγματικής αναθεώρησης, στην ίδια συμφωνία, οι γείτονές μας δεσμεύονται να μην υποκινούν οποιεσδήποτε πράξεις μη φιλικού χαρακτήρα εναντίον της χώρας μας. Δεσμεύονται να μην προβαίνουν σε αλυτρωτικές δηλώσεις, δεσμεύονται να μην υιοθετούν τέτοιου είδους δηλώσεις από όποιον φέρεται να δρα για το συμφέρον τους, δεσμεύονται να σέβονται τα υφιστάμενα σύνορα, δεσμεύονται με δυο λόγια να εγκαταλείψουν κάθε είδους αλυτρωτική ρητορική, κάθε είδους αλυτρωτικές δράσεις από οποιονδήποτε κι αν προέρχονται αυτές.

Τέταρτον, καταφέραμε η χρήση του όρου «Μακεδονία», «μακεδονικό», σε σχέση με τις κρατικές δομές και τα όργανα του κράτους να αφήνεται μόνο στην ελληνική πλευρά, δηλαδή αυτό που σας έλεγα πιο πριν ότι δεν μπορούν να έχουν πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Η Ελλάδα μπορεί να έχει και θα έχει προφανώς.

Βεβαίως, δεν θέλω καν να απαντήσω στις ανακρίβειες τις οποίες είπατε, δηλαδή ότι δήθεν εμείς θα πρέπει αναγκαστικά να τους λέμε «Μακεδόνες» και «μακεδονικό» κ.λπ. Δεν έχετε διαβάσει καν τη Συμφωνία. Το άρθρο 7.5. τα λέει με πολύ μεγάλη σαφήνεια.

Εγώ θα ήθελα να σας ρωτήσω: Πώς ακριβώς θέλετε να τους λέμε; Σκοπιανούς; Θα ήθελα να σας ρωτήσω ποια είναι η θέση σας σ’ αυτό. Διότι σε μια ερώτηση που κάνατε, κύριε Κουμουτσάκο, όταν δεν είχε ανοίξει η κόντρα για λόγους μικροκομματικής αντιπαράθεσης ακόμα και θέλατε να απευθυνθείτε στον κ. Καμμένο για να του κάνετε κριτική, που πάντα είχε αυτήν τη θέση της δεξιάς άκρης της «πολυκατοικίας», αναφερθήκατε από μόνοι σας, όταν κάνατε ανάλυση του πληθυσμού της γειτονικής χώρας, σε Αλβανούς και Σλαβομακεδόνες. Εσείς μόνοι σας το λέγατε.

To πέμπτο που κερδίσαμε και θεωρώ ότι είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα, είναι ότι κατοχυρώνεται η ελληνική παράδοση και η ιστορική κληρονομιά της αρχαίας ελληνικής Μακεδονίας με τον πιο σαφή, με τον πιο νομικά δεσμευτικό τρόπο.

Γιατί σε αντίθεση με ορισμένους που θεωρούν ότι το όνομα είναι η ψυχή μας, εγώ θεωρώ ότι η ψυχή μας είναι η ιστορία μας. Η ιστορία μας είναι η ψυχή μας και την παίρνουμε πίσω. Δεν θα μπορεί πια κανείς να τη σφετερίζεται.

Μετά απ’ όλα αυτά έρχεται η Αντιπολίτευση -και ιδίως τα κόμματα που είχαν ευθύνη για όλα όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια- και μας λένε τι; «Δεν πειράζει που κερδίσατε όλα όσα εμείς είχαμε θέσει ως εθνική γραμμή. Η Συμφωνία αυτή δεν είναι επωφελής για τα εθνικά συμφέροντα». Μα, αν αυτή η Συμφωνία, που καλύπτει πλήρως όλες τις εθνικές «κόκκινες» γραμμές που βάλατε κι εμείς τις βρήκαμε, που αποτρέπει επιπλέον σημαντικούς κινδύνους που εσείς ουδέποτε καταφέρατε στις διαπραγματεύσεις να διασφαλίσετε, όπως το ζήτημα τού να εγερθεί θέμα μειονότητας, αν αυτή η Συμφωνία –λέτε- είναι εθνικά επιζήμια, τότε η εθνική γραμμή και η δική σας στρατηγική, αυτή που οικοδομήσατε εσείς τόσα χρόνια, ήταν εθνικά επιζήμια. Τότε εσείς ήσασταν επιζήμιοι για τη χώρα.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η άρνηση και καταψήφιση αυτής της Συμφωνίας από τα κόμματα και τα πολιτικά πρόσωπα που κυβέρνησαν τη χώρα -εγώ δεν λέω για κάποιους οι οποίοι δεν κυβέρνησαν και είχαν αυτήν τη θέση- ήταν μ’ αυτό το κομμάτι της εθνικής κοινής γνώμης, μ’ αυτό το κομμάτι της εθνικής συλλογικής συνείδησης που είχε μείνει στο ’92. Δεν είχε παρακολουθήσει ότι η γραμμή της χώρας ήταν άλλη. Η καταψήφιση, λοιπόν, αυτής της Συμφωνίας από τα κόμματα και τα πολιτικά πρόσωπα που κυβέρνησαν τη χώρα από το ’90 και μετά αποτελεί μια πρωτοφανή αυτοακύρωση και αυτοϋπονόμευσή τους, των δικών τους πολιτικών πεπραγμένων. Με δυο λόγια θα το πω: Είναι μια στάση πολιτικής υποκρισίας με κεφαλαίο «Υ». Όλοι, όμως, κρινόμαστε.

Εγώ θα ήθελα να πω μια ακόμα αλήθεια, για να πάω μετά στα επιχειρήματα, τα οποία αναδεικνύετε το τελευταίο διάστημα.

Θεωρώ –και νομίζω ότι είναι μια αλήθεια που δεν μπορεί να κρυφτεί- ότι το βασικό σας πρόβλημα, κύριε Μητσοτάκη και κυρία Γεννηματά, δεν είναι η Συμφωνία. Το βασικό σας πρόβλημα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Το βασικό σας πρόβλημα είναι ότι αυτήν τη Συμφωνία τη φέρνω εγώ ως Πρωθυπουργός, τη φέρνει ο Κοτζιάς ως Υπουργός που ήταν.

Το βασικό σας πρόβλημα είναι ότι εσείς κάνετε αυτό για το οποίο μάς κατηγορείτε, δηλαδή εργαλειοποίηση ενός εθνικού ζητήματος. Εσείς κάνατε αυτό για το οποίο μας κατηγορείτε.

Βεβαίως, το κάνετε για έναν και βασικό λόγο, διότι αυτήν τη Συμφωνία τη φέρνουν αυτοί τους οποίους εσείς δεν αναγνωρίζετε παρά ως προσωρινούς ενοίκους της εξουσίας, ενώ εσείς θεωρείτε τους εαυτούς σας ως μόνιμους ιδιοκτήτες.

Δεν έχουμε παρά να δούμε την υποκριτική στάση που κράτησε η Νέα Δημοκρατία από την πρώτη στιγμή κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, όταν εκκινούσε η διαδικασία αυτή. Ο κ. Μητσοτάκης αρχικά είχε δηλώσει ότι στηρίζει την επιδίωξη για επίτευξη συμφωνίας με σύνθετη ονομασία που θα ισχύει erga omnes. Γιατί; Διότι προφανώς είχε την εντύπωση ότι δεν θα το καταφέρουμε αυτό. Όταν είδε ότι το καταφέρνουμε αυτό, άλλαξε γνώμη, άλλαξε τοποθέτηση και έθεσε ως απαράβατο όρο να κατοχυρωθεί η Συμφωνία αυτή και με αναθεώρηση της συνταγματικής ονομασίας. Όταν είδε ότι το πετυχαίνουμε και αυτό, όπως επιδιώκαμε από την αρχή, ανέβασε κι άλλο τον πήχη και έβαλε μία ακόμα προϋπόθεση, να ολοκληρωθεί η συνταγματική αναθεώρηση στη γείτονα πριν κυρωθεί αυτή από το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Μάλιστα, θυμάμαι ότι ήταν τόσο σίγουρος τότε ο κ. Κουμουτσάκος που έλεγε «τώρα αυτός ο όρος ο απαράβατος και δεν κάνουμε βήμα παραπέρα απ’ αυτόν τον όρο» και την επόμενη μέρα διαψεύστηκε.

Όμως, εκείνες τις μέρες, ξέρετε, στέλνατε την κυρία Σπυράκη να πηγαίνει να συναντά σε κρυφά καφέ στις Βρυξέλλες τον κ. Ζάεφ και να του λέει: «Σταμάτα, μην πας με αυτούς. Εμείς θέλουμε να προχωρήσουμε, αλλά μην πας με αυτούς. Θα αλλάξουν τα πράγματα στην Ελλάδα και θα κάνουμε εμείς τη Συμφωνία». Αυτή είναι η πραγματικότητα.

Τώρα, λοιπόν, όταν διαπιστώσατε ότι όλες οι καίριες και κομβικές διαπραγματευτικές μας θέσεις έχουν υλοποιηθεί, αρχίσατε να μιλάτε για εκχώρηση γλώσσας και εθνότητας, ακόμα και όταν οι ίδιοι οι γείτονές μας έχουν διευκρινίσει ότι η Συμφωνία αναγνωρίζει ιθαγένεια και η γλώσσα τους είναι σλαβική. Μάλιστα, όταν ήρθε και η διευκρινιστική δήλωση, αρχίσατε να λέτε κάτι άρρητα ρήματα ότι το πρόβλημά σας είναι ότι τη διευκρινιστική δήλωση στη σφραγίδα πάνω δεν την έχουν αλλάξει και έχει «Μacedonia». Μα, πώς; Αφού πρέπει να κυρωθεί στην Ελληνική Βουλή και να τεθεί σε ισχύ η αλλαγή του Συντάγματός τους. Τέτοια μας λέτε.

Φτάσατε βεβαίως στο σημείο να μας πείτε ότι ανακαλύψατε και κάτι ακόμα, ότι δηλαδή δεν εκχωρούμε –λέει- μόνο γλώσσα και εθνότητα, αλλά εκχωρούμε και λαό.

Καταρχάς τη λέξη «εκχώρηση» – κύριε Μητσοτάκη, το έχετε σκεφτεί αυτό;- τη χρησιμοποιείτε διαρκώς χωρίς να κατανοείτε τι ακριβώς κάνετε. Παραπέμπει μάλλον σ’ ένα παραλήρημα μεγαλείου, που προφανώς προκύπτει από την στροφή σας στην εθνικιστική πλευρά το τελευταίο διάστημα.

Δεν θέλω, όμως, να μπω στη σφαίρα της ψυχανάλυσης, ούτε να αναλάβω ρόλο ψυχαναλυτή. Αυτό που θέλω να σας πω είναι ότι δεν μπορείς να εκχωρήσεις κάτι που δεν έχεις και κάτι που δεν υπάρχει, για τον πολύ απλό λόγο ότι εμείς γλώσσα μακεδονική δεν είχαμε ποτέ -ο Μέγας Αλέξανδρος μίλαγε την ελληνική γλώσσα, ο Μέγας Αλέξανδρος διδάχθηκε την ελληνική γλώσσα από τον Αριστοτέλη και όχι μακεδονική γλώσσα-, αλλά και για τον απλούστατο λόγο ότι οι Μακεδόνες Έλληνες που κατοικούν στη βόρεια Ελλάδα έχουν εθνότητα ελληνική.

Πάμε παρακάτω, όμως. Μας λέτε ότι εκχωρήσαμε τη γλώσσα -παρά το γεγονός ότι μάλλον δικές σας κυβερνήσεις το έκαναν αυτό- στη διάσκεψη του ΟΗΕ για την τυποποίηση των γεωγραφικών ονομάτων που έλαβε χώρα στην Αθήνα το ’77.

Ενώ οι δικές σας κυβερνήσεις αυτά τα θέματα τα είχαν στην πρώτη γραμμή, γιατί τότε, το 1994, δεν προβάλατε καμία επιφύλαξη ή αντίρρηση στον Διεθνή Οργανισμό Τυποποίησης, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την επίσημη κωδικοποίηση των ονομάτων, των γλωσσών κρατών-μελών του ΟΗΕ και παραδώσατε τότε τις συντομογραφίες MK και MKD;

Και για όσους θεωρούν ότι αυτά είναι πολύ τεχνικά, θέλω να σας επαναλάβω το εξής. Πού είναι ο φίλος μου ο κ.Τασούλας; Κύριε Τασούλα, είχαμε κάνει έναν διάλογο για αυτό. Θα το πω με σωστό τρόπο αυτή τη φορά. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ως Υπουργός Εξωτερικών, το 1959 από αυτό εδώ το Βήμα –και δεν είναι τυχαίο όταν τα λέει ένας Υπουργός Εξωτερικών- είχε πει τα εξής. Και θα το πω σωστά, εκ προοιμίου, ότι δεν τα είχε πει θέλοντας να δώσει απαντήσεις στο ζήτημα της γλώσσας, αλλά στο κύριο και το μείζον θέμα, που ήταν η μειονότητα. Η μειονότητα ήταν το μείζον θέμα, που λύνεται με τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Τι έλεγε, λοιπόν, ο αείμνηστος Ευάγγελος Αβέρωφ το 1959; «Πρώτον, εις την Ελληνική Μακεδονία δεν ομιλείται η μακεδονική γλώσσα, η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια και έχει και γραμματικήν και συντακτικόν. Στην Ελληνική Μακεδονία ομιλείται ένα τοπικό ιδίωμα, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τη μακεδονική γλώσσα.».

Η δήλωση αυτή γιατί είναι αποκαλυπτική; Διότι με μία και μόνη κίνηση κατεδαφίζει όλες αυτές τις αντιεπιστημονικές, τις πατριδοκάπηλες ανοησίες που έχουν κατατεθεί το τελευταίο διάστημα στη δημόσια συζήτηση.

Αφενός ο Ευάγγελος Αβέρωφ με την ιδιότητα του Υπουργού Εξωτερικών αναγνωρίζει το προφανές, ότι εκτός από την Ελληνική Μακεδονία υπάρχει και άλλη Μακεδονία που δεν είναι Ελληνική, όταν λέει «εις την Ελληνική Μακεδονία». Διαφορετικά θα χρειαζόταν άλλος προσδιορισμός.

Αφετέρου, αναγνωρίζει την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας, όταν ένας Υπουργός Εξωτερικών το λέει αυτό στο Ελληνικό Κοινοβούλιο το 1959, πολύ πριν γίνει Υπουργός ο κ. Κοτζιάς νομίζω. Και φαντάζομαι ότι δεν θα θεωρείτε εθνομηδενιστή και προδότη τον αείμνηστο Αβέρωφ, όπως ενδεχομένως θεωρείτε τον κ. Κοτζιά και όσους είναι στην Αριστερά και στον ΣΥΡΙΖΑ. Και την αναγνωρίζει με γραμματική και συντακτικό και απάντα με σαφήνεια και σε όλους εκείνους τους υποτιθέμενους λόγιους και γλωσσολόγους που προσπαθούν να μας πείσουν ότι μια γλώσσα δεν είναι γλώσσα, στέλνοντας στον κάλαθο των αχρήστων και την επιστημονική τους αξιοπρέπεια, αλλά και τον ορθό λόγο.

Μια λοιπόν και με προκαλέσατε για το θέμα της μειονότητας και μου λέτε ότι αυτό είναι το κρίσιμο, θα ήθελα και εδώ να κάνω μια ιστορική αναδρομή. Μια και μιλάμε σήμερα με αλήθειες, να τα πούμε όλα. Με τη Συμφωνία των Πρεσπών οι γείτονές μας δέχονται οριστικά ότι δεν υπάρχει ζήτημα δήθεν μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα. Το ζήτημα αυτό -και όχι της ονομασίας- ήταν αυτό το οποίο είχε αποτελέσει τον πυρήνα του Μακεδονικού ζητήματος, σας θυμίζω, κατά τη διάρκεια του πολέμου με την τότε ενιαία Γιουγκοσλαβία, το να επιμένει περί ύπαρξης μακεδονικής μειονότητας στην ελληνική επικράτεια.

Η σχετική, λοιπόν, τροπολογία στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας, που την πετυχαίνουμε με τη Συμφωνία των Πρεσπών, είναι αυτή που αφαιρεί κάθε αναφορά σε προστασία μακεδονικής μειονότητας ή σε μακεδονικό λαό σε γειτονικές χώρες και κάνει λόγο για στήριξη της ομογένειας, όπως ακριβώς κάνουμε λόγο και στο δικό μας Σύνταγμα. Είναι, λοιπόν, σαφές, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι χωρίς αλύτρωτους αδελφούς δεν υπάρχει αλυτρωτισμός. Γι’ αυτό τελειώνουμε μια και καλή με τον αλυτρωτισμό.

Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό σας τώρα, τα περί δήθεν εκχώρησης μακεδονικής εθνότητας, που όπως είπα εμπλουτίστηκε τώρα τελευταία με το επιχείρημα περί εκχώρησης μακεδονικού λαού, νομίζω ότι είναι μια συζήτηση την οποία έχουμε εξαντλήσει. Την έχουμε κάνει δηλαδή πολλές φορές και μιλάμε και με αγγλικούς όρους. «Nationality»και«ethnicity» είναι άλλες λέξεις. Νομίζω ότι την εξαντλήσαμε σε ό,τι αφορά βεβαίως και τη διευκρινιστική δήλωση που έγινε στη ρηματική διακοίνωση από τους ίδιους τους γείτονές μας.

Όμως, επιτρέψτε μου, για να γίνω κατανοητός σε όσους μας παρακολουθούν, να αναφέρω ένα παράδειγμα και μόνο. Διότι, όπως προείπα, στη γειτονική χώρα οι πολίτες έχουν nationality, ιθαγένεια μακεδονική/πολίτες της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, αλλά η εθνότητα τους είναι Αλβανοί και Σλαβομακεδόνες. Αυτή είναι η πραγματικότητα.

Όπως για παράδειγμα θα έλεγα και μια άλλη χώρα, την Ελβετία. Οι Ελβετοί πολίτες έχουν nationality, ιθαγένεια ελβετική, αλλά χωρίζονται σε τρεις εθνότητες: είναι Γερμανοί, είναι Γάλλοι, είναι Ιταλοί. Αυτές είναι οι εθνοτικές τους προελεύσεις. Τι δεν καταλαβαίνετε; Αυτό δεν μπορώ να το κατανοήσω.

Όμως για να μιλήσουμε με όρους νομικούς, όρους του διεθνούς δικαίου, θα σας έλεγα μόνο αυτή τη φράση. Στο διεθνές δίκαιο δεν υπάρχουν γενικώς αποδεκτά χαρακτηριστικά και γενικά αποδεκτοί ορισμοί του έθνους ή του λαού. Τα κράτη αναγνωρίζουν κράτη. Δεν αναγνωρίζουν ούτε λαούς ούτε εθνότητες. Ως εκ τούτου, ακόμα και αν ήθελε ο Κοτζιάς να τα δώσει όλα και να τους δώσει εθνότητα, δεν θα μπορούσε να το κάνει, διότι μια διεθνής συμφωνία δεν μπορεί να αναγνωρίσει εθνότητα, παρά μόνο ιθαγένεια.

Θέλω όμως τώρα να απαντήσω επί της ουσίας στα ερωτήματα αυτά με ορισμένα παραδείγματα, γιατί είδα ότι το βασικό σας επιχείρημα είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια δίνατε μια μεγάλη μάχη εσείς για την εθνότητα και για τη γλώσσα. Μάλιστα.

Θέλω να σας απευθύνω ένα ερώτημα: Τι κάνατε ακριβώς εσείς, όταν διαπραγματευόσασταν, για την αναφορά σε μακεδονικό έθνος στο Σύνταγμα της γειτονικής μας χώρας; Ρωτάω τους συναδέλφους, διότι την τελευταία φορά που έγινε συζήτηση για αλλαγή του Συντάγματος της γείτονος, δεν ήταν τώρα με τον Κοτζιά. Ήταν το 1992 επί Κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με Υπουργό Εξωτερικών τον κ. Σαμαρά. Αλήθεια, ο κ. Σαμαράς είχε ζητήσει την αφαίρεση των αναφορών του Συντάγματος της γειτονικής χώρας σε μακεδονικό έθνος ή λαό και εμείς δεν το γνωρίζουμε; Η απάντηση είναι όχι.

Ο κ. Σαμαράς όταν διαπραγματεύτηκε το «Πακέτο Πινέιρο» κατέθεσε συνταγματικές αλλαγές από τη δική μας πλευρά που είχαν να κάνουν αποκλειστικά με το θέμα της μειονότητας, να μην υπάρχει αναφορά σε μειονότητα στο Σύνταγμά τους για να μη διεκδικούν μειονότητα και βεβαίως να εξαλειφθούν και οι αναφορές οι επεκτατικές. Καμία αναφορά -καμία αναφορά!- σε αλλαγή του λεκτικού του Συντάγματος σε σχέση με μακεδονικό λαό και μακεδονικό έθνος.

Κι αν δεν με πιστεύετε, θα ήθελα να καταθέσω σήμερα -επειδή αυτά δεν έχουν αποχαρακτηριστεί, θα ήθελα να είναι προς γνώση των Αρχηγών των Κομμάτων και όχι του συνόλου των Βουλευτών- τι περιλαμβάνουν οι διαπραγματεύσεις για το «Πακέτο Πινέιρο» και τι κατέθεσε ο κ. Σαμαράς.

Τι είπε ο κ. Σαμαράς.

Και βεβαίως, επειδή το ίδιο ακούσαμε και από την πλευρά της κυρίας Γεννηματά -που και αυτή μας είπε ότι εάν εμείς είχαμε δώσει τη γλώσσα και την εθνότητα, θα το είχαμε λύσει το θέμα, αλλά δεν τα δίναμε γιατί εμείς ήμασταν εθνικά υπερήφανοι- αλήθεια, κυρία Γεννηματά, για διαβάστε λίγο καλύτερα τη Συμφωνία της Αχρίδας που υπεγράφη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2001, επί κυβερνήσεως Σημίτη. Τι λέει, λοιπόν, αυτή η Συμφωνία; Θέλετε να σας διαβάσω τι λέει αυτή η Συμφωνία; Η επίσημη γλώσσα της Μακεδονίας και στις διεθνείς σχέσεις της Μακεδονίας είναι η μακεδονική γλώσσα. Χωρίς καμία δική σας διαμαρτυρία τότε! Αναφέρεται σε μακεδονική γλώσσα, αναφέρεται σε Μακεδονία και σε άλλα σημεία αναφέρεται και σε Μακεδόνες.

Τόσο μεγάλο αγώνα είχατε κάνει εσείς για τη μακεδονική γλώσσα και για την εθνότητα και για τον όρο Μακεδόνες. Ούτε βέτο ασκήσατε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε καμία αντίρρηση προβάλλατε, αφού τόσο πολύ σας απασχολούσε το θέμα αυτό.

Μας κατηγορείτε, επίσης, ακόμα και για το θέμα της ιθαγένειας στα διαβατήρια. Επί είκοσι πέντε χρόνια οι γείτονές μας που τους αποκαλείτε Σκοπιανούς, έρχονται εδώ στην Ελλάδα, κάνουν τα μπάνια τους στη Χαλκιδική, κάνουν τις βόλτες τους στην πλατεία Συντάγματος -και καλά κάνουν οι άνθρωποι γιατί ενισχύουν τον τουρισμό μας- αλλά τα διαβατήριά τους δεν γράφουν «Σκοπιανοί». Γράφουν «Μακεδόνες» σκέτο. Εσείς είκοσι πέντε χρόνια που ήσασταν; Γιατί το επιτρέψατε αυτό είκοσι πέντε χρόνια;

Πού ήσασταν το 2008-2009, όταν έγινε η διαπραγμάτευση και απελευθερώθηκε το καθεστώς για τα διαβατήρια των πολιτών της γειτονικής χώρας ως χώρας Σένγκεν; Πού ήσασταν, ρε παιδιά, εσείς οι μακεδονομάχοι τόσα χρόνια; Οποία υποκρισία!

Μας λέτε, τέλος, ότι είναι απαράδεκτο να αυτοπεριοριζόμαστε και να υπονοούμε ότι μπορεί να έχουμε και εμείς αλυτρωτική λογική, διότι στη Συμφωνία –το άκουσα, το είπε και σήμερα και ο κ. Σαμαράς- λέμε να διαγράψουμε τους αλυτρωτισμούς στα βιβλία και των δύο πλευρών και είμαστε απαράδεκτοι. Γιατί είμαστε απαράδεκτοι; Γιατί δεν λέμε ότι μόνο αυτοί έχουν αλυτρωτισμό στα βιβλία ή στη ρητορική και τις ενέργειες κρατικών και ιδιωτικών φορέων. Μάλιστα.

Στις 4 Σεπτεμβρίου, όμως, του 2012 ο κ. Σαμαράς έγραφε ένα γράμμα στον κ. Γκρουέφσκι γι’ αυτά τα θέματα. Και τι έλεγε ο κ. Σαμαράς τότε στο γράμμα που έστειλε στον κ. Γκρούεφσκι; Ότι ο έλεγχος του τρόπου που παρουσιάζουν την ιστορία τα σχολικά βιβλία των δύο χωρών –των δύο χωρών!- και η απαλλαγή τους από αρνητικά σχόλια, η εχθρική και αλυτρωτική ρητορική εναντίον των γειτόνων μας, είναι το αντικείμενο της συζήτησης.

Το καταθέτω για τα Πρακτικά.

Ορίστε, ο Σαμαράς, ο οποίος ήρθε σήμερα εδώ και μας είπε: «Αποκλείεται, δεν υπάρχει περίπτωση ο Σαμαράς να έκανε τέτοιο πράγμα, σίγουρα». Και βέβαια το ίδιο έκανε και ο Υπουργός του ο κ. Αβραμόπουλος, με επιστολή στον ομόλογό του Νίκολα Ποπόσκι όπου μίλησε για την ανάγκη κρατικές υπηρεσίες να αποθαρρύνουνμε ανάλογες ενέργειες που υποκινούν βία και μίσος ή εχθρότητα του ενός έναντι του άλλου και στις δύο πλευρές. Μάλιστα.

Το καταθέτω για τα Πρακτικά.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα μπορούσα να αναφέρω δεκάδες παραδείγματα για να σας αποδείξω ότι όλη σας η επιχειρηματολογία το τελευταίο διάστημα είναι απόλυτα προσχηματική, όλη σας η επιχειρηματολογία το τελευταίο διάστημα είναι απόλυτα κινδυνολογική.

Σήμερα μας είπατε ακόμα και για τα προϊόντα ονομασίας προέλευσης, για τα προϊόντα γεωγραφικών ενδείξεων, τα οποία τα προστατεύει η Ευρωπαϊκή Ένωση -λες και δεν το ξέρετε- η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τόσο εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και σε τρίτες χώρες.

Σήμερα μας είπατε δήθεν ότι δεν θα μπορούμε να παγώσουμε κεφάλαια ή να βάλουμε βέτο στην ένταξη της γειτονικής χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν αυτή δεν τηρεί τη Συμφωνία ή αν δεν τηρεί τις προϋποθέσεις. Και αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα. Κάθε κεφάλαιο της ενταξιακής πορείας θα κριθεί ανάλογα με το αν η γειτονική χώρα προχωράει σε αυτά τα οποία έχουν συμφωνηθεί. Ακόμα και το περιβόητο ότι πρέπει να ντρεπόμαστε, γιατί –λέει- θα πάει να ανοίξει ένα ιδιωτικό ινστιτούτο, δεν είπατε κρατικό γιατί ξέρετε ότι τα κρατικά δεν μπορούν να έχουν…

Όχι, όχι, δεν το είπε από ιδεολογική άποψη ο κ. Μητσοτάκης. Ξέρει ότι η Συμφωνία λέει ότι τα κρατικά των γειτόνων μας δεν μπορούν να λένε «Μακεδονικό», θα λένε «Βόρειας Μακεδονίας». Γι’ αυτό είπε ιδιωτικό, ήξερε τι είπε.

Προφανώς, όμως, δεν ξέρετε ή μάλλον παραγνωρίζετε ότι για ιδιωτικά ινστιτούτα γλωσσών αποφασίζουμε εμείς. Εμείς αποφασίζουμε αν θα δώσουμε άδεια ή δεν θα δώσουμε άδεια.

Άρα, τι κάνετε; Αυτό το οποίο κάνετε είναι να προσπαθείτε να παραπληροφορήσετε τον ελληνικό λαό, να δημιουργήσετε ψευδείς εντυπώσεις, διότι δεν σας φταίει η Συμφωνία, κακά τα ψέματα. Αυτό που σας φταίει –επαναλαμβάνω- είναι ότι τη Συμφωνία τη φέρνουμε εμείς.

Και για του λόγου το αληθές, καρφώθηκε η κυρία Γεννηματά. Διάβασα την ανακοίνωσή της στη διαγραφή του κ. Θεοχαρόπουλου. Γιατί τον διέγραψε; Κατά τα άλλα, δεν έβαζε και πειθαρχία! Φανταστείτε να έβαζε και πειθαρχία, τι θα του έκανε του ανθρώπου. Τον διέγραψε όχι γιατί αυτή η μεγάλη ιδεολογική διαφορά να συμφωνεί ως προοδευτικός άνθρωπος με αυτή τη Συμφωνία, ενώ είναι κατάπτυστη, είναι το θέμα της διαγραφής του, αλλά γιατί αντικειμενικά εξυπηρετεί τους σχεδιασμούς του ΣΥΡΙΖΑ και του κ. Τσίπρα.

Να χαρώ την προοδευτικότητά σας, να χαρώ την εθνική σας ευθύνη, να χαρώ τη συνείδησή σας και την εθνική σας στάση σε ένα τόσο κρίσιμο εθνικό θέμα.

Δεν θα αποφύγω, όμως, τον πειρασμό να πω δυο λόγια και για το Κομμουνιστικό Κόμμα. Δεν το κάνω συχνά, αλλά ξέρετε σε κρίσιμες στιγμές δεν υπάρχει ασυλία για κανέναν. Τα στερνά τιμούν τα πρώτα και όλοι κρινόμαστε για οτιδήποτε κάνουμε. Και επειδή το Κομμουνιστικό Κόμμα αναμετριέται με την ιστορία -εκατό χρόνια ιστορίας- νομίζω ότι σήμερα παίρνει μία θέση και στάση που θα σημαδέψει την ιστορία του.

Δεν θέλω να αναφερθώ ούτε στο Σλαβομακεδονικό αλφαβητάρι που μοίραζαν οι Κομμουνιστές της Τασκένδης στα παιδιά των Σλαβομακεδόνων μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Δεν θέλω να αναφερθώ ούτε στις εβδομήντα χιλιάδες πρόσφυγες του Εμφυλίου, που το ελληνικό κράτος τούς στέρησε το δικαίωμα το 1983 να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Ούτε θα αναφερθώ τόσο στη Σλαβομακεδόνισσα Ειρήνη Γκίνη, Μίρκα Γκίνοβα, την πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε στον Εμφύλιο, κομμουνίστρια. Αυτές τις ερινύες σας να τις αντιμετωπίσετε μόνοι σας.

Θα μιλήσω πολιτικά, δεν θα αναφερθώ με κέντρο την ιστορία του ΚΚΕ. Λέει, λοιπόν, πολιτικά το ΚΚΕ σήμερα, ποιος ο βασικός λόγος; Το ΝΑΤΟ. Ποιος ο δεύτερος βασικός λόγος; Ο αλυτρωτισμός.

Εντάξει, το ΝΑΤΟ να το δεχτώ ως ένα λόγο να διαφωνεί κανείς. Αν και εκεί ήθελα να θέσω ένα ερώτημα. Ας δεχθώ, λοιπόν, εγώ πλήρως την ανάλυσή σας, ότι η Συμφωνία είναι υπαγορευμένη από τη Δύση, από τον διεθνή ιμπεριαλισμό ή δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να φαντάζεστε.

Υπό αυτή τη διεθνή συνθήκη, με δεδομένη τη βούληση των γειτόνων μας να θέλουν να μπουν στο ΝΑΤΟ, που άλλωστε είναι και δικό τους θέμα, πώς θεωρεί το ΚΚΕ ότι το ελληνικό κράτος θα μπορούσε ή θα έπρεπε να αναγνωρίσει αυτή τη χώρα; Πώς; Με ποιο όνομα; Πώς θα τους λέμε αυτούς τους ανθρώπους; Τι λέτε; Αφού μας λέτε ότι ο όρος «Μακεδονία» και μόνο στο όνομά τους είναι αλυτρωτισμός.

Ή εγώ δεν διάβαζα καλά τον Λένιν όταν ήμουν μικρός ή εσείς κάτι δεν κάνετε καλά, διότι η αυτοδιάθεση των λαών και των κινημάτων ήταν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της επαναστατικής αντίληψης του Κομμουνιστικού κινήματος.

Εν πάση περιπτώσει, εγώ δεν θέλω να μείνω σε αυτό. Εγώ θέλω να πω ότι είναι αδιανόητο σήμερα να μην καταλαβαίνετε το πρωτεύον και το δευτερεύον ή να κάνετε πως δεν καταλαβαίνετε, γιατί και εσείς για τον λόγο που το κάνουν και οι άλλοι το κάνετε, για ψηφοθηρικούς λόγους και γιατί σας ενοχλεί ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ποια είναι η διάκριση που κάνετε; Δεν καταλαβαίνετε ότι ο κύριος εχθρός της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων σήμερα είναι η ασίγαστη δίψα του ελληνικού εθνικισμού για εκδίκηση απέναντι στις κατακτήσεις του λαϊκού κινήματος, στις κατακτήσεις της Δημοκρατίας και σε αυτές τις μικρές κατακτήσεις που κατάφερε αυτή η Κυβέρνηση; Δεν το καταλαβαίνετε.

Καλή η επίκληση των συμβόλων, αλλά στις διαδηλώσεις και στα συλλαλητήρια προχθές γίναμε μάρτυρες γεγονότων πολιτικής ηγεμονίας της Ακροδεξιάς. Και δεν θα αναφερθώ μόνο στην έφοδο στη Βουλή, στο λιντσάρισμα ανθρώπων, στη δολοφονική επίθεση σε δημοσιογράφους. Θα αναφερθώ μόνο στο σύνθημα αυτό που είδα σε φωτογραφία σε τοίχο της Αθήνας: «Ναι στον φασισμό», τόσο στεγνά και τόσο, αν θέλετε, ανεπιτήδευτα και χωρίς ίχνος ενοχής απέναντι στην ιστορία. Αυτό δεν το καταλαβαίνετε;

Εγώ θα πω ένα πράγμα, ότι σήμερα και αύριο όλοι μας αναλαμβάνουμε ευθύνη, ευθύνη απέναντι στην ιστορία, ευθύνη απέναντι στο έθνος, ευθύνη απέναντι και στις αξίες μας και στις προοδευτικές θέσεις μας και σε όσα διακηρύττουμε τόσα χρόνια σε αυτόν τον τόπο.

Και όπως έλεγε και ο μεγάλος Καζαντζάκης: «Οι κομμουνιστές την αγαπούν την ευθύνη». Έτσι έλεγε. Ελπίζω κάποια στιγμή να κάνετε και για αυτό την αυτοκριτική σας.

Κλείνω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, γιατί ήδη μακρηγόρησα πάρα πολύ. Τα Βαλκάνια ήταν πάντοτε η μπαρουταποθήκη της Ευρώπης, όχι τυχαία. Η διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας αποτέλεσε τη θρυαλλίδα μιας σκληρής περιόδου ανάδυσης των εθνικισμών που σκόρπισαν τον τρόμο και τον θάνατο. Οι εθνικισμοί για πάρα πολλά χρόνια έδιναν τον τόνο σε αυτήν την περιοχή. Οι διμερείς διενέξεις έληγαν με το όπλο στο χέρι και όχι με συμφωνίες.

Και η χώρα μας δεν έμεινε ανεπηρέαστη από αυτές τις τεκτονικές αλλαγές. Υπήρξαν, όμως, πάντοτε και πολιτικές δυνάμεις, αλλά και πολιτικοί και διπλωμάτες που διέβλεψαν έγκαιρα τον κίνδυνο να μπει η Ελλάδα σε μία αέναη περιπέτεια στα βόρεια σύνορά της.

Θέλω να παραδεχτώ ότι ένας από τους πρώτους πολιτικούς που το διέβλεψε αυτό ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, παρά τις τεράστιες ιδεολογικές διαφορές που με χωρίζουν από την παράταξή του και βεβαίως παρά τις τεράστιες διαφορές με την πολιτική που υλοποίησε. Είχε, όμως, σωστή εκτίμηση τη στιγμή της κατάρρευσης της Γιουγκοσλαβίας και της δημιουργίας του κράτους των γειτόνων μας.

Είχε πει, λοιπόν, τότε -και νομίζω ότι έχει μία σημασία να το αναφέρω γιατί είναι πολύ επίκαιρο-το εξής: «Είναι απαράδεκτη υποκρισία εν ονόματι της εθνικής υπερηφάνειας και της εθνικής αδιαλλαξίας να δεχόμαστε να μείνει αυτή η χώρα, αυτό το κράτος εις το διηνεκές με το όνομα Μακεδονία και να μη δεχόμαστε να μείνει με ένα σύνθετο όνομα». Και πρόσθεσε: «Αυτήν την ώρα χρειάζεται ειλικρίνεια, εντιμότητα και θάρρος, αυτό χρειάζεται η εξωτερική μας πολιτική και αυτό νομίζω είναι που μας λείπει».

Δυστυχώς, κύριε Μητσοτάκη, πράγματι αυτό σας λείπει σήμερα θάρρος και τόλμη. Μπορεί να λείπει σε εσάς, δεν λείπει, όμως, στην πλειοψηφία της εθνικής αντιπροσωπείας και θάρρος και τόλμη να υψώσουμε τη συνείδησή μας απέναντι σε αυτήν τη μεγάλη ιστορική, εθνική πρόκληση, να τελειώσει η υποκρισία, τριάντα χρόνια υποκρισία, να τελειώσει αυτή η εκκρεμότητα, να στερέψουν τα αποθέματα του μίσους και του διχασμού που έσπειραν στους δύο λαούς οι εθνικισμοί και στις δύο πλευρές.

Θεωρώ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι με αυτήν τη Συμφωνία η Ελλάδα παίρνει πίσω το σημαντικότερο πράγμα, αυτό που της ανήκει και είναι η ιστορία της, τα σύμβολά της, την παράδοση, την κληρονομιά της Αρχαίας Ελληνικής Μακεδονίας. Όμως και οι γείτονές μας, η Βόρεια Μακεδονία, από μία χώρα στην οποία έχουμε γυρισμένη την πλάτη και τους σπρώχνουμε να πάνε σε άλλους γίνεται μία φίλη χώρα, γίνεται μια σύμμαχος χώρα, γίνεται ένας συμπαραστάτης της Ελλάδας για τη συνεργασία, την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή και βεβαίως -ίσως και πιο σημαντικό- μακριά από τη σφαίρα επιρροής τρίτων χωρών που για ίδιον όφελος επιδιώκουν τη διαιώνιση της αστάθειας στα Βαλκάνια, τη διαιώνιση αυτής της διένεξης και την αποδυνάμωση του ρόλου της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή.

Τώρα, λοιπόν, πράγματι, κύριε Μητσοτάκη, είναι η κρίσιμη ώρα. Και σε αυτήν την κρίσιμη ώρα εγώ θέλω να απευθυνθώ τόσο στους Βουλευτές όσο και στις Ελληνίδες και τους Έλληνες που μας παρακολουθούν. Είναι η ώρα της εθνικής αυτοπεποίθησης και ναι, της περηφάνιας, της εθνικής περηφάνιας. Δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα κοιτάζοντας την αλήθεια. Είναι μία ιστορική ημέρα!

Η ιστορία να ξέρετε όσο κι αν διαφωνείτε, επειδή τα φέρνουμε εμείς αυτά, δεν θα δικαιώσει εμάς. Η ιστορία, εάν κάνουμε το βήμα, θα δικαιώσει την Ελλάδα, την Ελλάδα που τόλμησε, την Ελλάδα που πάλεψε, την Ελλάδα που γίνεται ο εγγυητής της σταθερότητας και της συνανάπτυξης στα Βαλκάνια, την Ελλάδα που η βαριά της ιστορία και το πολύτιμο αξιακό της φορτίο δεν της επιτρέπει να είναι κομπάρσος στις διεθνείς εξελίξεις.

Για όλους αυτούς τους λόγους οι Βουλευτές θα σταθούν όρθιοι, οι Βουλευτές θα πράξουν αυτό που λέει η συνείδησή τους, οι Βουλευτές θα πράξουν το ωφέλιμο για τη χώρα, οι Βουλευτές θα πράξουν το εθνικό τους καθήκον. Δεν θα τρομοκρατηθούν, δεν θα τους εκφοβίσει κάνεις. Και η χώρα με τη ψήφο τους θα προχωρήσει μπροστά.

Σας ευχαριστώ.



Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης και να αναλύουμε την επισκεψιμότητα της ιστοσελίδας μας. Με την παραμονή σας στην ιστοσελίδα, αποδέχεστε τη χρήση cookies όπως αυτή περιγράφεται στην Πολιτική Cookies ΟΚ