ΣΥΡΙΖΑ Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς


Επικοινωνία / Contact RSS Twitter Facebook YouTube Instagram

19/03/2018

Στ. Κούλογλου: Η θέση του ελληνικού ποδοσφαίρου κατρακυλάει διεθνώς

Στ. Κούλογλου: Η θέση του ελληνικού ποδοσφαίρου κατρακυλάει διεθνώς



Στο Στρασβούργο, στο δημοτικό κινηματογράφο της πόλης, προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ «Ο αγώνας του θανάτου» («Le match de la mort») του ευρωβουλευτή Στέλιου Κούλογλου (Σύριζα-GUE/NGL). Με την αφορμή αυτή, το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων μίλησε με τον ευρωβουλευτή και δημοσιογράφο για το ντοκιμαντέρ, αλλά και για την κατάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Στο ντοκιμαντέρ, διάρκειας 60′, το 2002 έχει απονεμηθεί το βραβείο Euro-Comenius (Ευρωπαϊκό Βραβείο Ιστορικών Ντοκιμαντέρ). Η ταινία γυρίστηκε στην Ουκρανία και τη Γερμανία και αναφέρεται στο μυθικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου που έλαβε χώρα στην Ουκρανία, και το οποίο διοργάνωσε η γερμανική διοίκηση υπό γερμανική κατοχή.

Όταν τα γερμανικά στρατεύματα εισβάλουν στην Ουκρανία το 1941, ο διάσημος ευρωπαϊκός ποδοσφαιρικός σύλλογος «Dynamo Kiev» διαλύεται. Μερικοί από τους παίκτες, καθώς και άλλοι παίκτες από το Κίεβο, βρίσκουν εργασία σε ένα εργοστάσιο αρτοποιίας όπου και δημιουργούν τη «Start», μια νέα ομάδα ποδοσφαίρου.

Κατά τη διάρκεια του πρωταθλήματος, η «Start» κερδίζει μία προς μία, όλες τις ομάδες των γερμανικών στρατευμάτων και των συνεργατών τους. Η «Start» γίνεται σταδιακά σύμβολο αντίστασης για τους κατοίκους της πόλης.

Στον τελικό, η «Start» πρέπει να παίξει εναντίον της καλύτερης γερμανικής ομάδας. Πριν ξεκινήσει ο αγώνας, ο διαιτητής και ο αξιωματικός της Γκεστάπο επισκέφτηκαν τους σοβιετικούς παίκτες στα αποδυτήρια, όπου αφενός τους ζήτησαν να κάνουν τον ναζιστικό χαιρετισμό, αφετέρου τους προειδοποίησαν πως αν κερδίσουν, θα εκτελεστούν όλοι. Οι παίκτες κλήθηκαν να αποφασίσουν: να σώσουν τη ζωή τους, ή να παίξουν για να κερδίσουν;

Στο ντοκιμαντέρ, φίλαθλοι, θεατές, πρώην παίκτες, η οικογένεια των αρχικών παικτών και οι ιστορικοί, γίνονται αυτόπτες μάρτυρες. Το έργο περιέχει σπάνια αρχεία εικόνων του στρατοπέδου του Κιέβου και αδημοσίευτα φωτογραφικά ντοκουμέντα μεταξύ Εβραίων κρατουμένων και των χιτλερικών φρουρών τους σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Στέλιου Κούλογλου στην Ευαγγελία Ντζιούνη για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:

Ερ.: Τι σάς κίνησε να ασχοληθείτε με το συγκεκριμένο θέμα και να κάνετε τη ταινία;

Απ: Είχα ακούσει για το περίφημο αυτό παιχνίδι όταν ζούσα, τα χρόνια της περεστρόικα, στην Σοβιετική Ένωση. Επειδή είναι το πιο διαδεδομένο, δημοφιλές σπορ, το ποδόσφαιρο έχει κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις, που με ενδιαφέρουν. Σε κοινωνιολογικό επίπεδο, ο τρόπος που παίζεται το ποδόσφαιρο σε μια χώρα, εκφράζει στοιχεία της εθνικής της κουλτούρας: οι Αργεντίνοι παίζουν σαν να χορεύουν τανγκό, οι Ιταλοί έξυπνα και πονηρά σαν τον Μακιαβέλι, οι Γερμανοί είναι καλά οργανωμένοι και αγωνίζονται μέχρι τη τελευταία στιγμή. Αλίμονο σου αν θεωρήσεις ότι τους κέρδισες, πριν ο διαιτητής σφυρίξει τη λήξη.

Σε ακραίες ιστορικές περιπτώσεις, όπως αυτήν της κατοχής της Σοβιετικής Ένωσης από τα ναζιστικά στρατεύματα που περιγράφει η ταινία μου, ένα ματς και μια ομάδα γίνονται σύμβολο αντίστασης για να φτάσουμε στον αγώνα του θανάτου. Αλλά δεν είναι η μοναδική περίπτωση: Στην Λατινική Αμερική, ένας πραγματικός πόλεμος μεταξύ του Σαλβαδόρ και της γειτονικής Ονδούρας, ξεκίνησε το 1969 με αφορμή έναν ποδοσφαιρικό αγώνα.

Ερ.: Στο ντοκιμαντέρ βλέπουμε πως το ποδόσφαιρο είναι ένας τρόπος εθνικής συσπείρωσης, και στη προκειμένη περίπτωση η ομάδα αποτελείται αποκλειστικά από παίκτες της ίδιας εθνικότητας. Ποιος πιστεύετε πως είναι ο ρόλος του ποδοσφαίρου σήμερα και κατά πόσο συνεχίζει να είναι καταλύτης εθνικών φρονημάτων σε μία παγκοσμιοποίηση όπου οι παίκτες της εθνικής ομάδας της κάθε χώρας παίζουν ως επί το πλείστον και σε ομάδες άλλων χωρών παράλληλα;

Απ.: Δεν έχει σημασία ότι οι παίκτες παίζουν σε επίπεδο συλλόγων, σε ξένες ομάδες έξω από την πατρίδα τους. Φοβάμαι ότι η ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση για τους λίγους, που σήμερα δυναμώνει τον εθνικισμό και την ακροδεξιά, θα παρασύρει και το ποδόσφαιρο. Θα το μετατρέψει σε όργανο εθνικού φανατισμού. Μην ξεχνάμε ότι το εναρκτήριο λάκτισμα για τον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας, όταν το 1990 φούντωνε ο εθνικισμός, δόθηκε σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα της εθνικής Γιουγκοσλαβίας στο Ζάγκρεμπ, όταν οι Κροάτες θεατές γιούχαραν τον εθνικό ύμνο.

Ερ.: Πότε «έχασε τη μπάλα το ποδόσφαιρο» και από ματς αναψυχής, όπου πήγαινε ο κόσμος τη Κυριακή μεσημέρι, έγινε τρόπος διευθέτησης ανοιχτών λογαριασμών και ρουλέτα διακίνησης χρημάτων;

Απ.: Η βία στα γήπεδα εισέβαλε ορμητικά στην Μεγάλη Βρετανία τα χρόνια του θατσερικού νεοφιλελευθερισμού και επεκτάθηκε στις άλλες χώρες, λόγω και της κουλτούρας της άλογης βίας, όπως περιγράφεται στη ταινία, «Το Κουρδιστό Πορτοκάλι». Οι πιο προηγμένες χώρες κατάφεραν να την ελέγξουν, καθώς οι πολιτικοί ήταν πιο αποφασιστικοί και οι επιχειρηματίες που επενδύουν στο ποδόσφαιρο συνειδητοποίησαν ότι ένα ειρηνικό περιβάλλον, όπου οικογενειάρχες με τις οικογένειες τους θα μπορούν να πάνε στο γήπεδο, ευνοεί και την επιχείρηση τους. Έτσι η βία περιορίστηκε σε τριτοκοσμικές ή ρημαγμένες χώρες τύπου Ουκρανίας, και φυσικά στην Ελλάδα, όπου η αστική τάξη είναι ιστορικά μεταπρατική και δεν μπορεί να δει πέρα από τη μύτη της.

Ερ.: Το ποδόσφαιρο προβάλλεται στην ταινία ως σύμβολο αντίστασης και ελευθερίας πνεύματος. Μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για τη σημερινή υπόσταση του ποδοσφαίρου, ή μήπως εν τέλει είναι έρμαιο των μηχανισμών της παγκόσμιας οικονομίας και της showbiz;

Απ.: Κάποτε η μπάλα ήταν και μέσο εκδημοκρατισμού. Στις αρχές του περασμένου αιώνα, το ποδόσφαιρο στην Βραζιλία ήταν προνόμιο των λευκών και οι έγχρωμοι έβαφαν με άσπρη πούδρα τα πρόσωπά τους για να μπορέσουν να αγωνισθούν! Οι φυλετικές διακρίσεις στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο ξεπεράστηκαν μόλις την δεκαετία του ’50, με την εμφάνιση των περίφημων Γκαρίντσα και Πελέ, ο οποίος θεωρείται ότι συνέβαλε και στον τερματισμό των φυλετικών προκαταλήψεων συνολικά στην κοινωνία της Βραζιλίας.

Σήμερα όμως, το ποδόσφαιρο χάνει τον όποιο δημοκρατικό χαρακτήρα είχε. Πάρτε για παράδειγμα το Champions League, όπου μόνο ομάδες από τις πέντε πλουσιότερες χώρες (Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία και Μεγάλη Βρετανία) μπορούν να φτάσουν στα ημιτελικά και στον τελικό. Μια ομάδα σαν τον Παναθηναϊκό του Γουέμπλεϊ ή την πορτογαλική Πόρτο, θα ήταν θαύμα να φτάσει σήμερα στον τελικό. Οι καλύτεροι παίκτες μαζεύονται μονάχα στις πλουσιότερες ομάδες, λόγω των απίστευτων ποσών που δαπανώνται για μεταγραφές.

Ερ.: Για τη ταινία αυτή βραβευτήκατε από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Τι πιστεύετε κέντρισε το ενδιαφέρον της επιτροπής του βραβείου Euro-Comenius;

Απ.: Πέρα από το άγνωστο, δραματικό ιστορικό περιστατικό, ήταν το μήνυμα της ταινίας: μερικές φορές το θάρρος και η αξιοπρέπεια αξίζουν παραπάνω από την ζωή.

Ερ.: Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, ΠΑΟΚ, ΑΕΚ και άλλες πολλές ελληνικές ομάδες ποδοσφαίρου. Είστε οπαδός κάποιας ομάδας; Ποια πιστεύετε ότι είναι η θέση του ελληνικού ποδοσφαίρου στο παγκόσμιο χάρτη;

Απ.: Δεν υποστηρίζω ιδιαίτερα κάποια ομάδα, γιατί στην Ελλάδα οι φίλαθλοι έχουν μετατραπεί σε οπαδούς. Και δεν θέλω να με αντιμετωπίζουν σαν τυφλό οπαδό, αλλά σαν άνθρωπο που έχει τη γνώμη του και μπορεί να την εκφράζει ελεύθερα, κάνοντας κριτική στην ομάδα του.

Επίσης, δεν πιστεύω στις θρησκείες. Αυτό που κάνει το ποδόσφαιρο παγκόσμια θρησκεία, είναι ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο: μπορεί η βιομηχανία μπανάνας στο Τόγκο να μην καταφέρει ποτέ να φθάσει στο ύψος της Μερσεντές, ούτε το Ιράν να νικήσει τις ΗΠΑ σε μια πολεμική αναμέτρηση, αλλά δεν αποκλείεται σε κάποιο ματς η εθνική Τόγκο να νικήσει την εθνική Γερμανίας και αυτή του Ιράν την ομάδα των ΗΠΑ. Όπως η θρησκεία υπόσχεται στους πιστούς ότι θα ανταμειφθούν στην επόμενη ζωή, έτσι και το ποδόσφαιρο δίνει στους αδύνατους την ελπίδα ότι μπορεί κάποτε να νικήσουν. Πιστεύω στη δύναμη των ανθρώπων να βελτιώσουν τον κόσμο, όχι σε θαύματα.

Η θέση του ελληνικού ποδοσφαίρου κατρακυλάει διεθνώς, γιατί βρίσκεται υπό τον έλεγχο οικονομικών παραγόντων, που θέλουν να το χρησιμοποιήσουν για άλλους πολιτικούς ή οικονομικούς σκοπούς – για να αποκτήσουν πρόσβαση στην πολιτική εξουσία, ή να προστατευτούν από έναν φανατισμένο στρατό οπαδών που αποκτούν δωρεάν, μαζί με την εξαγορά μιας ομάδας. Τα τελευταία απαράδεκτα γεγονότα το πιστοποιούν, αλλά και εδώ είναι η εθνική κουλτούρα που αναδύεται μέσω του ποδοσφαίρου: γιατί να παραδεχθεί ο πρόεδρος ή ο οπαδός ότι η ομάδα του έχασε, όταν στη πολιτική τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα, ούτε τα λάθη τους έχουν παραδεχθεί, ούτε την ήττα τους;



Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης και να αναλύουμε την επισκεψιμότητα της ιστοσελίδας μας. Με την παραμονή σας στην ιστοσελίδα, αποδέχεστε τη χρήση cookies όπως αυτή περιγράφεται στην Πολιτική Cookies ΟΚ